Το Ανώτατο Δικαστήριο της Νορβηγίας Υποστηρίζει τα Θρησκευτικά Δικαιώματα
ΠΟΙΕΣ περιστάσεις θα καθιστούσαν κάποιο γονέα ακατάλληλο για να αναθρέψει το παιδί του; Αυτό το ερώτημα έχει γίνει αντικείμενο σφοδρής αντιλογίας σε υποθέσεις επιμέλειας παιδιών παγκόσμια. Εξετάζονται πολλοί παράγοντες, περιλαμβανομένης της υγείας του κάθε γονέα, των συνθηκών διαβίωσής του και της σχέσης του με το παιδί.
Αλλά τι θα λεχθεί για τη θρησκεία; Μπορεί να χαρακτηριστεί ένας γονέας ακατάλληλος απλώς και μόνο λόγω της πίστης του; Αυτό το ερώτημα αποτέλεσε το επίκεντρο μιας δικαστικής μάχης για την επιμέλεια κάποιου παιδιού στη Νορβηγία, στην οποία περιλαμβανόταν μια Μάρτυρας του Ιεχωβά. Πέρασαν πάνω από δύο χρόνια και έγιναν τρεις ακροαματικές διαδικασίες προτού διευθετηθεί το ζήτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νορβηγίας.
Η υπόθεση άρχισε το 1988. Οι γονείς χώρισαν τελικά το Μάρτιο του 1989, και η μητέρα πήρε την επιμέλεια της κόρης τους. Ο πατέρας κατέφυγε στο δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι θα έπρεπε να του ανατεθεί εξ ολοκλήρου η γονική μέριμνα του κοριτσιού. Υποστήριξε ότι η μητέρα ήταν ανίκανη να αναθρέψει το παιδί με φυσιολογικό και υγιή τρόπο, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να της δοθεί μόνο το δικαίωμα επικοινωνίας. Για ποιο λόγο αξίωσε κάτι τέτοιο; Επειδή αυτή ήταν συνταυτισμένη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Επικαλούμενος τη μαρτυρία «ειδικών» οι οποίοι εναντιώνονταν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο πατέρας επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο ότι οι διδασκαλίες και ο τρόπος ζωής των Μαρτύρων του Ιεχωβά έρχονται σε αντίθεση με τη νοοτροπία και τις αξίες που είναι απαραίτητες για την υπεύθυνη ανατροφή παιδιών. Με δύο ψήφους υπέρ και μία κατά το πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το παιδί θα έπρεπε να παραμείνει με τη μητέρα του για να του παρέχει καθημερινή φροντίδα, δίνοντας στον πατέρα το δικαίωμα επικοινωνίας. Ο πατέρας προσέβαλε την απόφαση στο εφετείο. Ξανά, με δύο ψήφους υπέρ και μία κατά αποφασίστηκε να παρέχει η μητέρα την καθημερινή φροντίδα στο παιδί. Ωστόσο, αυτή τη φορά δόθηκε στον πατέρα εκτεταμένο δικαίωμα επικοινωνίας. Επιπλέον, φαινόταν πως ακόμα και οι δικαστές που αποφάνθηκαν υπέρ της μητέρας βασανίζονταν από αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον του παιδιού. Με αυτή την επιπρόσθετη αφορμή, ο πατέρας εφεσίβαλε την απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νορβηγίας.
Για άλλη μια φορά, ο πατέρας προσπάθησε να δυσφημίσει τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ισχυρίστηκε ότι θα ήταν καταστροφικό για την κόρη του να μεγαλώσει υπό μια τέτοια επιρροή.
Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο είδε το θέμα διαφορετικά. Υποστηρίζοντας μια απόφαση που εκδόθηκε στις 26 Αυγούστου 1994, ο πρόεδρος του δικαστηρίου δήλωσε: «Το γεγονός ότι η μητέρα είναι μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν μας εμποδίζει να της επιδικάσουμε την επιμέλεια του παιδιού». Επίσης είπε: «Διαπίστωσα ότι το κοριτσάκι είναι ένα φυσιολογικότατο και ευτυχισμένο παιδί. Φαίνεται ότι έχει αντιμετωπίσει αρκετά καλά τα προβλήματα που πρέπει να υπάρχουν εξαιτίας του ότι ο πατέρας της και η μητέρα της έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις για τη ζωή». Το συμπέρασμά του έγινε ομόφωνα δεκτό από τους τέσσερις άλλους δικαστές.
Τα άτομα που αγαπούν την αλήθεια στη Νορβηγία εκτιμούν βαθιά το γεγονός ότι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου διέκριναν τις ψευδείς κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με αυτή την απόφαση το δικαστήριο επιβεβαίωσε το γεγονός ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο να λατρεύει τον Θεό και να ανατρέφει τα παιδιά του με ένα στοργικό τρόπο ο οποίος διέπεται από τις Βιβλικές αρχές.a
[Υποσημειώσεις]
a Παρόμοιες υποθέσεις έχουν δημοσιευτεί στα τεύχη του Ξύπνα! 8 Απριλίου 1990, σελίδα 31, και 8 Οκτωβρίου 1993, σελίδα 15.