«Ο Πελάτης Έχει Πάντα Δίκιο»
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΓΟΥΑΪ ΤΣΟΥΝΓΚ ΤΣΙΝ
Ο σύζυγός μου μού έλεγε να μην έχω καμία σχέση με «εκείνους τους θρησκευόμενους που χτυπάνε τα κουδούνια». Έτσι, όταν έρχονταν Μάρτυρες του Ιεχωβά στην πόρτα μας, έλεγα ότι δεν ενδιαφερόμασταν. Αλλά μου έλεγε επίσης ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο»· όταν ήρθε λοιπόν μια Μάρτυρας του Ιεχωβά στο εστιατόριό μας, τον Κόκκινο Δράκο, και ήθελε να μου μιλήσει για τη θρησκεία της, ένιωσα ότι είχα την υποχρέωση να την ακούσω.
Ο ΣΥΖΥΓΟΣ μου, ο Τονγκ Γ., ήταν ο ιδιοκτήτης του Κόκκινου Δράκου, ενός κινέζικου εστιατορίου στη λεωφόρο Σεντ Κλερ, στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Εκεί μου έμαθε, όταν παντρευτήκαμε, το σύνθημα: «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο».
Ο Τ.Γ. είχε έρθει στην Αμερική για να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Όταν αποφοίτησε το 1927, πήγε να εργαστεί σε ένα εστιατόριο στην περιοχή Τάιμς Σκουέαρ της Νέας Υόρκης. Έβλεπε τους ανθρώπους που έτρωγαν στους πάγκους των καταστημάτων, τα οποία είχαν περιορισμένες εγκαταστάσεις για μαγείρεμα. Έτσι, του ήρθε η ιδέα να πουλάει στον κόσμο ζεστό τσάου μέιν.
Σύντομα, το μικρό εστιατόριο που άνοιξε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ έκανε χρυσές δουλειές. Το 1932 μετέφερε την επιχείρησή του στο Κλίβελαντ του Οχάιο και άνοιξε τον Κόκκινο Δράκο, στον οποίο υπήρχαν καθίσματα για 200 άτομα. Μια εφημερίδα του Κλίβελαντ ανέφερε το Σεπτέμβριο του 1932: «Εισβάλλοντας στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, αφού πρώτα ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τη γεύση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη την ανατολική πλευρά, ο Τονγκ Γ. Τσιν μετέφερε για πρώτη φορά πιο κεντροδυτικά, στο Κλίβελαντ, την επιχείρησή του, η οποία μέσα σε πέντε χρόνια έχει εξελιχθεί σε “βιομηχανία” παρασκευής τσάου μέιν της ώρας και αποφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια ετησίως».
Προτού εξηγήσω πώς γνωρίστηκα με τον Τ.Γ., επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια στην Κίνα, τα οποία συνέβαλαν πολύ στη διαμόρφωση της ζωής μου.
Γεννημένη Μέσα στη Φτώχεια
Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι από τη μητέρα μου, που την έβλεπα να φεύγει από το μικρό χωριό μας, στην ηπειρωτική Κίνα, για να βρει τροφή. Οι γονείς μου ήταν τόσο φτωχοί ώστε αναγκάστηκαν να δώσουν για υιοθεσία μερικά από τα παιδιά τους. Μια μέρα, όταν ήμουν μόλις δυο-τριών χρονών, ο πατέρας μου γύρισε στο σπίτι με ένα παράξενο βλέμμα στο πρόσωπό του. Σκέφτηκα: “Κάτι άσχημο με περιμένει”.
Λίγο αργότερα, η μητέρα μου με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε μαζί μέσα από ένα στενό, λασπωμένο μονοπάτι ανάμεσα σε ορυζώνες, προσέχοντας να μην πέσουμε στα νερά που υπήρχαν από τη μια και από την άλλη πλευρά. Σταματήσαμε σε κάποιο σπίτι όπου η μητέρα μου μίλησε με ένα γελαστό κορίτσι και κατόπιν σε ένα άλλο σπίτι όπου το κορίτσι φαινόταν κατσουφιασμένο και αγέλαστο. Δεν θυμάμαι να είχα ξαναδεί αυτά τα κορίτσια. Ήταν οι μεγαλύτερες αδελφές μου. Καθώς με αποχαιρετούσαν, ένιωθα ότι ποτέ δεν θα ξαναβλεπόμασταν.
Ενώ περπατούσαμε, η μητέρα μου μιλούσε συνεχώς, λέγοντάς μου για τον εαυτό της και τον πατέρα μου, καθώς και για τους αδελφούς μου και τις αδελφές μου. Ακόμη βλέπω τα καλοσυνάτα, θλιμμένα μάτια της μητέρας μου. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, τα πράγματα δεν φαίνονταν καλά. Το σπίτι έμοιαζε καταθλιπτικό και θλιβερό. Αυτό ήταν το καινούριο μου σπιτικό. Δεν ήθελα να κοιμηθώ, αλλά η μητέρα μου και οι θετοί γονείς μου με έβαλαν να κοιμηθώ με το ζόρι. Σύντομα με πήρε ο ύπνος και, όταν ξύπνησα, η μητέρα μου είχε φύγει. Ποτέ δεν την ξαναείδα.
Δυστυχισμένα Παιδικά Χρόνια
Αν και τώρα είχα αρκετή τροφή να τρώω, η αγάπη ήταν λίγη και η καρδιά μου ήταν γεμάτη δάκρυα. Ξυπνούσα κλαίγοντας κάθε πρωί. Μου έλειπε η μητέρα μου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο οποίος είχε μείνει μαζί της. Πολλές φορές σκέφτηκα την αυτοκτονία. Όταν μεγάλωσα κάπως, λαχταρούσα να πάω στο σχολείο, αλλά οι θετοί γονείς μου με κράτησαν σπίτι για να κάνω δουλειές.
Όταν έγινα εννιά χρονών, μετακομίσαμε μακριά, στη Σαγκάη. «Τώρα είσαι αρκετά μεγάλη για να ψωνίζεις και να μαγειρεύεις», μου είπαν. Έτσι, ανέλαβα και αυτά τα καθήκοντα μαζί με τις υπόλοιπες καθημερινές δουλειές μου. Κάθε μέρα οι θετοί γονείς μου μού έδιναν αρκετά χρήματα για να αγοράζω τρόφιμα για τρία γεύματα. Πηγαίνοντας στην αγορά, περνούσα μπροστά από ζητιάνους και τους λυπόμουν που ήταν πεινασμένοι. Έτσι, κατάφερνα να τους δίνω ένα-δυο νομίσματα χωρίς να μου λείπουν τα χρήματα με τα οποία έπρεπε να αγοράσω τα τρόφιμα που χρειαζόμουν.
Πόσο ήθελα να πάω στο σχολείο και να μάθω γράμματα! «Σε έξι μήνες θα σε γράψουμε στο σχολείο», υποσχέθηκαν οι θετοί γονείς μου. Όταν πέρασε ο καιρός, μου είπαν: «Έξι μήνες από τώρα». Με τον καιρό, κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα με έστελναν στο σχολείο. Η καρδιά μου έγινε συντρίμμια. Τους μισούσα όλους στο σπίτι. Πολλές φορές κλεινόμουν στο μπάνιο και προσευχόμουν. Αν και πιστεύαμε σε πολλούς θεούς, με κάποιον τρόπο γνώριζα ότι υπήρχε ένας κύριος Θεός, πιο ισχυρός από όλους τους άλλους. Έτσι προσευχόμουν σε αυτόν: «Γιατί υπάρχει τόσος πόνος και θλίψη;» Επί χρόνια ολόκληρα αυτή ήταν η προσευχή μου.
Ο Γάμος Αλλάζει τη Ζωή Μου
Εκείνον τον καιρό, οι διευθετημένοι γάμοι ήταν συνηθισμένοι στην Κίνα. Κάποιος από τους φίλους που είχε ο Τ.Γ. στο πανεπιστήμιο, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Κίνα, του έγραψε: «Έχεις περάσει τα 30 και είσαι ακόμη ανύπαντρος». Κατόπιν του μίλησε για εμένα και πρόσθεσε: «Είναι 18 χρονών· έχει όμορφο πρόσωπο, και καθόλου άσχημο χαρακτήρα. . . . Εγώ θα το σκεφτόμουν σοβαρά, Τονγκ Γ. Τσιν». Ο φίλος του έστειλε και μια φωτογραφία.
Ο Τ.Γ. έγραψε στους θετούς γονείς μου: «Έχω δει τη φωτογραφία της αξιότιμης κόρης σας. Σκοπεύω να την παντρευτώ αν, αφού γνωριστούμε και είμαστε μαζί, δούμε ότι η αγάπη ανθίζει στην καρδιά μας». Ο Τ.Γ. ήρθε στη Σαγκάη και γνωριστήκαμε. Μολονότι πίστευα ότι ήταν πολύ μεγάλος για εμένα, αποφάσισα ότι ο γάμος θα μου έδινε τουλάχιστον τη δυνατότητα να φύγω από το σπίτι. Έτσι, παντρευτήκαμε το 1935 και φύγαμε αμέσως με πλοίο για την Αμερική. Να πώς βρέθηκα στο Κλίβελαντ.
Σοβαρά Προβλήματα Παρά τα Πλούτη
Πρώτα πρώτα, υπήρχαν προβλήματα επικοινωνίας με το σύζυγό μου. Εκείνος μιλούσε μια κινεζική διάλεκτο, την καντονεζική, και εγώ μια άλλη, αυτή που μιλιέται στη Σαγκάη. Ήταν σαν να μιλούσαμε δύο διαφορετικές γλώσσες. Επίσης, έπρεπε να μάθω την αγγλική γλώσσα και καινούρια έθιμα. Και η νέα μου εργασία; Θα έπρεπε να είμαι μια γοητευτική, κομψή αρχισερβιτόρα, πάντα πρόθυμη να ευχαριστεί τους πελάτες. Ναι, έπρεπε να θυμάμαι: «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο».
Εργαζόμουν σκληρά επί 16 ή και περισσότερες ώρες κάθε μέρα μαζί με το σύζυγό μου, και τον περισσότερο καιρό ήμουν έγκυος. Η πρώτη μας κόρη, η Γκλόρια, γεννήθηκε το 1936. Έκτοτε, έκανα έξι παιδιά μέσα σε εννιά χρόνια—τρία αγόρια και τρία ακόμη κορίτσια, ένα από τα οποία πέθανε όταν ήταν μόλις ενός έτους.
Στο μεταξύ, ο Τ.Γ. είχε ανοίξει πολλά εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα. Μερικοί που ξεκίνησαν την καριέρα τους ως καλλιτέχνες εργαζόμενοι σε αυτά, όπως ο Κέι Λουκ, ο Τζακ Σου και η Κέι Μπάλαρντ, έγιναν μεγάλες διασημότητες. Επίσης, τα κινέζικα φαγητά μας κυκλοφορούσαν ευρέως στην αγορά και έγιναν πασίγνωστα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Τ.Γ. ήταν γνωστός ως ο βασιλιάς του τσάου μέιν. Ήταν επίσης πρόεδρος του Συλλόγου Κινέζων Εμπόρων και εκφωνούσε διαλέξεις γύρω από θέματα που αφορούσαν την Κίνα. Άρχισα να συμμετέχω σε πολλές φιλανθρωπικές, κοινωνικές και κοινοτικές υποθέσεις. Οι δημόσιες εμφανίσεις και η συμμετοχή σε παρελάσεις έγιναν μέρος της ζωής μου. Οι φωτογραφίες και τα ονόματά μας εμφανίζονταν συχνά στις εφημερίδες του Κλίβελαντ· ήταν σαν να κατέγραφαν οτιδήποτε κάναμε ή λέγαμε—από επαγγελματικές υποθέσεις μέχρι διακοπές, ακόμη και το νούμερο των παπουτσιών μου!
Το 1941, όταν ιαπωνικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Περλ Χάρμπορ, οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν πόλεμο στην Ιαπωνία. Επειδή προερχόμασταν από την Ανατολή, αντιμετωπίσαμε προκατάληψη. Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, λαβαίναμε γραπτές απειλές για τη ζωή μας όταν χτίζαμε το μεγάλο σπίτι μας σε μια όμορφη γειτονιά. Αλλά το τελειώσαμε και μεγαλώσαμε εκεί τα παιδιά μας.
Έτσι, είχα ένα όμορφο, ευρύχωρο σπίτι, αξιοσέβαστο σύζυγο και οικογένεια, ναι, ακόμη και όμορφα ρούχα και κοσμήματα. Εντούτοις, εξακολουθούσα να μην είμαι ευτυχισμένη. Γιατί; Πρώτα από όλα, η οικογενειακή μας ζωή ήταν περιορισμένη. Μολονότι κατάφερνα να σηκώνομαι κάθε πρωί για να ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο, συνήθως εργαζόμασταν όταν αυτά πήγαιναν για ύπνο. Μια γυναίκα που είχαμε στο σπίτι φρόντιζε για τις καθημερινές τους ανάγκες.
Ήμασταν Βουδιστές, αλλά οι θεοί της θρησκείας μας δεν μου πρόσφεραν καμία παρηγοριά. Ο Τ.Γ., μαζί με το μεγαλύτερο γιο μας, πήγαινε σε διάφορα μέρη του σπιτιού για να ανάψει τα καντήλια και να βάλει τροφή μπροστά στα είδωλα, για να φάνε οι θεοί. Αλλά εκείνοι ποτέ δεν έτρωγαν την τροφή, και έτσι αργότερα την απολάμβαναν τα παιδιά.
Τελικά, νιώθοντας εξάντληση και μη βλέποντας διέξοδο, σκέφτηκα ότι η οικογένειά μου θα περνούσε καλύτερα χωρίς εμένα. Κατέρρευσα εντελώς και προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Ευτυχώς, με μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο και ανέρρωσα.
Απάντηση στις Προσευχές Μου
Λίγο αργότερα, το 1950, μια κυρία με όμορφα άσπρα μαλλιά μπήκε στο εστιατόριο μαζί με το σύζυγό της. Καθώς τους καλωσόριζα και φρόντιζα να βολευτούν κάπου, μου μίλησε για τον Θεό. Δεν ενδιαφερόμουν. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν έρθει μερικές φορές στο σπίτι και είχαν προσπαθήσει να μου μιλήσουν, αλλά εγώ πάντα τους έδιωχνα απότομα. Στο εστιατόριο, όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική—«Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο!»
Η κυρία, η Έλεν Γουίντερς, ρώτησε αν πίστευα στην Αγία Γραφή. «Ποια Αγία Γραφή;» απάντησα. «Υπάρχουν τόσο πολλές!» Κάθε φορά που ερχόταν, σκεφτόμουν: “Να τος πάλι ο μπελάς!” Αλλά ήταν ευγενική και επίμονη. Και αυτά που μου έλεγε για μια παραδεισένια γη όπου δεν θα υπάρχει πια πόνος ή παθήματα ακούγονταν πράγματι πολύ ωραία.—2 Πέτρου 3:13· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Κάποια φορά που ήρθε, άφησε μια πρόσκληση για τις συναθροίσεις που διεξάγονταν στην Αίθουσα Βασιλείας και μου έδειξε το σύντομο μήνυμα στην πίσω σελίδα το οποίο περιέγραφε τις ευλογίες της Βασιλείας του Θεού. Θυμάμαι ότι αργότερα το κοίταξα και σκέφτηκα: “Μακάρι να ήταν αληθινό!” Προσφέρθηκε να μελετήσει μαζί μου την Αγία Γραφή στο σπίτι, και τελικά δέχτηκα.
Κάθε εβδομάδα μαζευόμασταν γύρω από το τραπέζι μας για τη μελέτη—η Έλεν και εγώ μαζί με τα έξι παιδιά μου, ηλικίας τότε από 5 ως 14 ετών. Συχνά τη λυπόμουν επειδή μερικές φορές τα παιδιά φαίνονταν να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Το 1951 αρχίσαμε να παρακολουθούμε συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Δεν χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αντιληφθώ ότι τα όσα μάθαινα αποτελούσαν την απάντηση στις προσευχές μου. Έτσι αποφάσισα ότι υπήρχε πραγματική ανάγκη να μάθω να διαβάζω καλά τα αγγλικά, πράγμα που για εμένα ήταν πολύ δύσκολο.
Βρίσκω Γνήσια Ευτυχία
Σύντομα άρχισα να σημειώνω ραγδαία πρόοδο σε γνώση και αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά Θεό. Κατόπιν, στις 13 Οκτωβρίου 1951, σε μια μεγάλη συνέλευση στην Ουάσινγκτον, D.C., βαφτίστηκα μαζί με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου, την Γκλόρια και τον Τομ. Για πρώτη φορά, η ζωή μου είχε αποκτήσει νόημα. Έτσι άρχισαν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια μου.
Όλη μου τη ζωή υπηρετούσα άλλους ανθρώπους, αλλά τώρα ήμουν αποφασισμένη να υπηρετώ πάνω από όλους τον Δημιουργό μας! Άρχισα να μεταδίδω το άγγελμα της Βασιλείας σε όλους όσους άκουγαν. Προσπάθησα επίσης να εντυπώσω στα παιδιά μου πόσο αναγκαίο είναι να παρακολουθούμε τις Χριστιανικές συναθροίσεις και πόσο σπουδαίο είναι να μιλάμε σε άλλους για τα υπέροχα πράγματα που υπάρχουν στο Λόγο του Θεού.
Το 1953 η Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας άρχισε να διεξάγεται στο σπίτι μας. Σχεδόν 45 χρόνια αργότερα, η μελέτη εξακολουθεί να γίνεται εδώ. Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, αποτέλεσε μεγάλη πνευματική βοήθεια για την οικογένειά μας.
Το να παραμένουμε πνευματικά δραστήριοι και παράλληλα να διατηρούμε την επιχείρησή μας με τα εστιατόρια αποτελούσε πραγματική πρόκληση. Ωστόσο, μπορούσα να μελετώ την Αγία Γραφή με πολλά άτομα. Μερικά από αυτά δέχτηκαν τη Γραφική αλήθεια και αργότερα έγιναν σκαπανείς, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι. Στη δεκαετία του 1950, τα τέσσερα μικρότερα παιδιά μας αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιεχωβά και βαφτίστηκαν. Ο Τ.Γ. δεν ενδιαφερόταν για την Αγία Γραφή, αλλά μας πηγαινόφερνε με το αυτοκίνητο στις συναθροίσεις. Αποφασίσαμε να μην του κάνουμε κήρυγμα αλλά απλώς να συζητάμε μεταξύ μας την ώρα της επιστροφής ένα-δυο σημεία που είχαμε απολαύσει στη συνάθροιση.
Εκείνον τον καιρό, ο Τ.Γ. έκανε συχνά επαγγελματικά ταξίδια σε διάφορες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Τηλεφώνησα στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και εξήγησα την κατάστασή μας. Ο Γκραντ Σούτερ, που ήταν τότε γραμματέας-ταμίας της Εταιρίας, μας προσκάλεσε να ξεναγηθούμε στις εγκαταστάσεις ενώ βρισκόμασταν στη Νέα Υόρκη. Ο Τ.Γ. εντυπωσιάστηκε πολύ, ιδιαίτερα με την καθαριότητα που υπήρχε στην κουζίνα, η οποία τότε μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες 500 ατόμων περίπου.
Στη διάρκεια της επίσκεψής μας, συναντήσαμε τον Ράσελ Κούρζεν, ο οποίος αργότερα έστειλε στον Τ.Γ. μια Αγία Γραφή την οποία διάβαζε κάθε νύχτα μέχρι να την ολοκληρώσει. Αργότερα, στη διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη το 1958, ο σύζυγός μου βαφτίστηκε! Προς έκπληξή μας, ο μεγαλύτερος γιος μας, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως μέλος της οικογένειας των κεντρικών γραφείων, παρουσίασε ένα σύντομο μέρος στο πρόγραμμα.
Πιστός Μέχρι το Θάνατό Του
Ο Τ.Γ. και εγώ συχνά συμμετείχαμε μαζί στη διακονία από πόρτα σε πόρτα. Όταν άρχισε να εξασθενεί η όρασή του, ασχολούμασταν τακτικά στο έργο δρόμου. Η εφημερίδα Δε Κλίβελαντ Πρες (The Cleveland Press) δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Μεταστροφή στον Κόκκινο Δράκο», μαζί με μια φωτογραφία που έδειχνε εμάς να προσφέρουμε σε κάποιον περαστικό τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Το άρθρο εξιστορούσε πώς γίναμε Μάρτυρες. Παρεμπιπτόντως, το όνομα Κόκκινος Δράκος άλλαξε και έγινε Εστιατόριο του Τσιν.
Στο πέρασμα των ετών, ο σύζυγός μου και εγώ φιλοξενήσαμε στο εστιατόριό μας πολλούς Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές από όλα τα μέρη του κόσμου. Θυμόμασταν καλά τη συμβουλή του αδελφού Φρεντ Φρανς, που υπηρέτησε ως πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Όταν ήρθε, μας παρότρυνε: «Να είστε πιστοί, να μένετε στενά προσκολλημένοι στην οργάνωση του Ιεχωβά».
Ο Τ.Γ. έπαθε αλλεπάλληλα εγκεφαλικά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και πέθανε στις 20 Αυγούστου 1975. Κάποια τοπική εφημερίδα δημοσίευσε μια μακροσκελή νεκρολογία, μαζί με μια φωτογραφία που τον έδειχνε να προσφέρει τη Σκοπιά στη διακονία. Τα τελευταία χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν τα καλύτερα. Έπειτα από 60 χρόνια λειτουργίας, το Εστιατόριο του Τσιν έκλεισε για πάντα τον Απρίλιο του 1995. Για μερικούς, αυτό φάνηκε σαν το τέλος μιας εποχής.
Διατήρηση Πνευματικών Στόχων
Κάποτε επιθυμούσαμε να αναλάβουν οι τρεις γιοι μας την οικογενειακή επιχείρηση. Εντούτοις, αυτή η επιθυμία άλλαξε· θέλαμε να ακολουθήσουν τα ίχνη του Ιησού και να γίνουν ολοχρόνιοι διάκονοι. Ρωτήσαμε το καθένα από τα παιδιά αν θα ήθελαν να κάνουν σκαπανικό στο Χονγκ Κονγκ και να βοηθήσουν άλλους Κινέζους να μάθουν αυτά που είχαμε μάθει εμείς. Τους προσφέραμε οικονομική υποστήριξη για να το επιτύχουν αυτό. Αν και κανένας τους δεν είχε μάθει να μιλάει άπταιστα την κινεζική, η Γουίνιφρεντ, η Βικτόρια και ο Ρίτσαρντ αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Χονγκ Κονγκ.
Η κόρη μας η Γουίνιφρεντ κάνει εκεί σκαπανικό επί 34 και πλέον χρόνια! Η Βικτόρια παντρεύτηκε τον Μάρκους Γκαμ, και τελικά επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουν μεγαλώσει τρία παιδιά—τη Στέφανι και τη Σερέια, οι οποίες είναι ολοχρόνιες διάκονοι στο Κλίβελαντ, και τον Σίμιον, ο οποίος υπηρετεί στα Αγροκτήματα της Σκοπιάς, στο Γουόλκιλ της Νέας Υόρκης, μαζί με τη σύζυγό του τη Μόρφιντ. Η Βικτόρια και ο Μάρκους ζουν τώρα εδώ κοντά, και έτσι μπορούν να με προσέχουν. Εκείνος είναι προεδρεύων επίσκοπος στην Εκκλησία Κόβεντρι στο Κλίβελαντ.
Η μεγαλύτερη κόρη μας, η Γκλόρια, είναι καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα από τότε που έπαθε πολιομυελίτιδα το 1955. Ζει με το σύζυγό της, τον Μπεν, στο Εσκοντίντο της Καλιφόρνιας, όπου εξακολουθεί να υπηρετεί τακτικά στο έργο κηρύγματος. Ο Τομ είναι ολοχρόνιος διάκονος επί 22 και πλέον χρόνια. Αυτός και η σύζυγός του, η Έστερ, υπηρετούν τώρα στο Εκπαιδευτικό Κέντρο της Σκοπιάς, στο Πάτερσον της Νέας Υόρκης. Ο Ρίτσαρντ και η σύζυγός του, η Έιμι, επέστρεψαν από το Χονγκ Κονγκ για να φροντίσουν τον Τ.Γ. πριν από το θάνατό του. Τώρα υπηρετούν και αυτοί στο Πάτερσον. Ο μικρότερος γιος μας, ο Γουόλντεν, έχει δαπανήσει πάνω από 30 χρόνια στην ολοχρόνια διακονία. Τα τελευταία 22 χρόνια, αυτός και η σύζυγός του, η Μαίρη Λου, υπηρετούν εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες στο έργο περιοχής και περιφερείας.
Με τα παραπάνω, δεν εννοώ ότι τα παιδιά μας δεν μας δημιούργησαν ποτέ προβλήματα. Ένα από αυτά έφυγε από το σπίτι όταν ήταν στην εφηβεία και επί τρεις μήνες δεν είχαμε μάθει νέα του. Κάποιο διάστημα, ένα άλλο ενδιαφερόταν περισσότερο για τα αθλήματα παρά για τα πνευματικά πράγματα, αφήνοντας την εβδομαδιαία οικογενειακή Γραφική μας μελέτη για να συμμετέχει σε αγώνες. Μάλιστα δέχτηκε προσφορές για αθλητικές υποτροφίες. Όταν αποφάσισε να αρχίσει την ολοχρόνια διακονία αντί να δεχτεί μια από αυτές τις πανεπιστημιακές υποτροφίες, ένιωσα λες και έφυγε από πάνω μου ένα τεράστιο βάρος!
Ευγνώμων που Άκουσα
Μολονότι τα παιδιά μου είναι σκορπισμένα κυριολεκτικά σε όλο τον κόσμο, η καρδιά μου παίρνει θάρρος καθώς γνωρίζω ότι υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά. Τώρα είμαι 81 ετών, και η αρθρίτιδα, καθώς και άλλες αρρώστιες, έχουν επιβραδύνει το ρυθμό μου, αλλά ο ζήλος μου για τον Ιεχωβά δεν έχει ατονήσει. Προσπαθώ να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου ώστε κανένα από τα παιδιά μου να μη χρειάζεται να εγκαταλείψει την ολοχρόνια διακονία για να με φροντίζει.
Αποβλέπω με ανυπομονησία στο μέλλον όταν οι σκοποί του Θεού θα πραγματοποιηθούν πλήρως και όταν θα ξαναδώ τα προσφιλή μου πρόσωπα που έχουν πεθάνει, όπως ο σύζυγός μου, οι φυσικοί μου γονείς και η Έλεν Γουίντερς, η οποία μελετούσε μαζί μας. (Ιωάννης 5:28, 29· Πράξεις 24:15) Πόσο χαρούμενη είμαι που άκουσα εκείνη την αξιαγάπητη ασπρομάλλα κυρία πριν από 46 χρόνια! Εκείνος ο πελάτης είχε πράγματι δίκιο!
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Όταν παντρευτήκαμε
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η οικογένειά μας το 1961. Από αριστερά προς τα δεξιά: Η Βικτόρια, η Γουάι, ο Ρίτσαρντ, ο Γουόλντεν, ο Τομ, ο Τ.Γ., η Γουίνιφρεντ και η Γκλόρια μπροστά
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Η Γουάι Τσιν σήμερα