ΑΒΒΑ
(Αββά).
Η αραμαϊκή λέξη ’αββά’ αντιστοιχεί στον εμφατικό ή οριστικό τύπο της λέξης ’αβ και σημαίνει κατά κυριολεξία «ο πατέρας» ή «Ω! Πατέρα». Ήταν μια οικεία ονομασία που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για τον πατέρα τους και ενέχει την οικειότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική λέξη «μπαμπάς» ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το κύρος της λέξης «πατέρας», συνδυάζοντας το ανεπίσημο στοιχείο με το σεβασμό. Επομένως, ήταν μια τρυφερή προσφώνηση μάλλον παρά τίτλος και περιλαμβανόταν στις πρώτες λέξεις που μάθαινε να λέει ένα παιδί.
Αυτή η αραμαϊκή λέξη εμφανίζεται τρεις φορές στις Γραφές. Συναντάται πάντα μεταγραμμένη στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο και συνήθως μεταφέρεται αυτούσια στις νεοελληνικές μεταφράσεις. Κάθε φορά ο όρος ακολουθείται αμέσως από τη μετάφρασή του, ὁ πατήρ, που σημαίνει «ο πατέρας» ή, όταν χρησιμοποιείται ως κλητική προσφώνηση, «Ω! Πατέρα». Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται αναφορικά με τον ουράνιο Πατέρα, τον Ιεχωβά.
Ο Μάρκος καταγράφει ότι ο Ιησούς χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο όταν προσευχήθηκε στον Ιεχωβά Θεό στη Γεθσημανή, λίγο πριν από το θάνατό του, λέγοντας: «Αββά, Πατέρα, τα πάντα είναι δυνατά για εσένα· απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. Εντούτοις, όχι αυτό που εγώ θέλω, αλλά αυτό που εσύ θέλεις». (Μαρ 14:36) Πρόκειται για την ένθερμη έκκληση ενός γιου προς τον αγαπημένο του πατέρα, η οποία ακολουθείται αμέσως από τη διαβεβαίωση που δίνει ο γιος ότι θα παραμείνει υπάκουος ό,τι και αν συμβεί.
Οι δύο άλλες περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται αυτή η λέξη είναι στις επιστολές του Παύλου, στα εδάφια Ρωμαίους 8:15 και Γαλάτες 4:6. Και στα δύο αυτά σημεία η λέξη χρησιμοποιείται σε συνάρτηση με τους Χριστιανούς που έχουν κληθεί να είναι γεννημένοι από το πνεύμα γιοι του Θεού και υποδηλώνει την οικεία σχέση που έχουν με τον Πατέρα τους. Αν και είναι «δούλοι του Θεού» και “αγοράστηκαν με κάποιο αντίτιμο”, εντούτοις είναι επίσης γιοι στον οίκο ενός στοργικού Πατέρα, και τους χορηγείται από το άγιο πνεύμα σαφής συναίσθηση αυτής της υπόστασης μέσω του Κυρίου τους Ιησού.—Ρω 6:22· 1Κο 7:23· Ρω 8:15· Γα 4:6.
Αντί να εκλαμβάνουν το συνδυασμό των λέξεων ’Αββά’ και «Πατέρα» απλώς ως μετάφραση από την αραμαϊκή στην ελληνική, μερικοί διακρίνουν σε αυτόν κατ’ αρχάς την εμπιστοσύνη, την πεποίθηση και την υποτακτικότητα ενός παιδιού, και ακολούθως μια ώριμη αποτίμηση της υιικής σχέσης και των ευθυνών που τη συνοδεύουν. Από αυτά τα εδάφια γίνεται φανερό ότι στους αποστολικούς χρόνους οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τον όρο ’Αββά’ στις προσευχές τους προς τον Θεό.
Η λέξη ’Αββά’ κατέληξε να χρησιμοποιείται ως τίτλος τιμής για τους Ιουδαίους ραβίνους τους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας και εμφανίζεται με αυτόν τον τρόπο στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. (Μπεραχότ 16β) Όποιος ασκούσε χρέη αντιπροέδρου στο Ιουδαϊκό Σάνχεδριν κατείχε ήδη τον τίτλο ’Αβ, δηλαδή Πατέρας του Σάνχεδριν. Αργότερα, ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε και για τους επισκόπους της Κοπτικής, της Αιθιοπικής και της Συριακής εκκλησίας και κυρίως έγινε ο τίτλος του Επισκόπου της Αλεξάνδρειας, καθιστώντας αυτόν τον επίσκοπο «πατέρα» ή «πάπα» εκείνου του τμήματος της ανατολικής εκκλησίας. Οι λέξεις «αβάς» (ηγούμενος) και «αβαείο» προέρχονται και οι δύο από την αραμαϊκή λέξη ’αββά’. Ο Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της λατινικής Βουλγάτας, ήταν αντίθετος με τη χρήση του τίτλου «αβάς» για τους Καθολικούς μοναχούς της εποχής του, επειδή παραβίαζε τις οδηγίες του Ιησού στο εδάφιο Ματθαίος 23:9: «Επιπλέον, μην αποκαλέσετε κανέναν πατέρα σας πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας, ο Ουράνιος».