ΑΓΧΟΥΣ
(Αγχούς).
Φιλισταίος βασιλιάς της Γαθ ο οποίος βασίλευε την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα. Ήταν γιος του Μαώχ, ή αλλιώς του Μααχά, και στην επιγραφή του 34ου Ψαλμού αποκαλείται Αβιμέλεχ—όνομα που πιθανώς αποτελεί τίτλο παρόμοιο με τους τίτλους Φαραώ και Τσάρος.—1Σα 27:2· 1Βα 2:39.
Σε δύο περιπτώσεις, όταν ο Δαβίδ ζούσε ως φυγάς εξαιτίας του Σαούλ, βρήκε καταφύγιο στην επικράτεια του Βασιλιά Αγχούς. Στην πρώτη περίπτωση, όταν άρχισαν να τον υποπτεύονται ως εχθρό, ο Δαβίδ προσποιήθηκε ότι ήταν παράφρων και ο Αγχούς τον άφησε να φύγει νομίζοντας ότι ήταν ένας ακίνδυνος τρελός. (1Σα 21:10-15· Ψλ 34:Επιγρ.· 56:Επιγρ.) Τη δεύτερη φορά ο Δαβίδ συνοδευόταν από 600 πολεμιστές και τις οικογένειές τους, και έτσι ο Αγχούς τούς παραχώρησε τη Σικλάγ για να μείνουν εκεί. Τον έναν χρόνο και τους τέσσερις μήνες που βρίσκονταν εκεί, ο Αγχούς πίστευε ότι ο Δαβίδ και οι άντρες του έκαναν επιδρομές στις πόλεις του Ιούδα, ενώ στην πραγματικότητα ο Δαβίδ λεηλατούσε τους Γεσουρίτες, τους Γιρζίτες και τους Αμαληκίτες. (1Σα 27:1-12) Ο Δαβίδ τον εξαπάτησε τόσο καλά ώστε ο Αγχούς τον διόρισε προσωπικό του σωματοφύλακα σε μια επίθεση που οργάνωναν οι Φιλισταίοι εναντίον του Βασιλιά Σαούλ, και μόνο την τελευταία στιγμή, λόγω της επιμονής των υπόλοιπων «αρχόντων του άξονα» των Φιλισταίων, ο Δαβίδ και οι άντρες του στάλθηκαν πίσω στη Σικλάγ. (1Σα 28:2· 29:1-11) Όταν ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς και πολέμησε εναντίον της Γαθ, ο Αγχούς προφανώς δεν θανατώθηκε. Έζησε μέχρι και την εποχή της βασιλείας του Σολομώντα.—1Βα 2:39-41· βλέπε ΓΑΘ.