ΑΜΑΣΑΪ
(Αμασαΐ) [συντετμημένη μορφή του Αμασίας].
1. Λευίτης από την οικογένεια του Καάθ, γιος του Ελκανά και πρόγονος του προφήτη Σαμουήλ και του Αιμάν ο οποίος στις ημέρες του Δαβίδ ήταν υμνωδός του ναού.—1Χρ 6:25, 33, 35.
2. Ο επικεφαλής 30 αντρών από τις φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν οι οποίοι συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στη Σικλάγ. Για να καθησυχαστούν οι φόβοι του Δαβίδ ότι επρόκειτο για δολοπλοκία, «περικάλυψε πνεύμα τον Αμασαΐ» ο οποίος εγγυήθηκε για την ολόκαρδη υποστήριξή τους, αναγνωρίζοντας ότι ο Ιεχωβά βοηθούσε τον Δαβίδ.—1Χρ 12:16-18.
3. Ένας από τους εφτά ιερείς που «σάλπιζαν δυνατά μπροστά από την κιβωτό του αληθινού Θεού» όταν ο Δαβίδ διευθέτησε τη μεταφορά της στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:24.
4. Λευίτης από την οικογένεια του Καάθ του οποίου ο γιος ο Μαχάθ βοήθησε στον καθαρισμό και στον αγιασμό του ναού κατά τις ημέρες του Εζεκία.—2Χρ 29:12-18.