ΜΑΧΑΘ
(Μαχάθ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «τρομοκρατώ»].
1. Κααθίτης Λευίτης και πρόγονος του Σαμουήλ και του Αιμάν, του υμνωδού στον οίκο του Ιεχωβά.—1Χρ 6:31-35.
2. Ένας από τους Κααθίτες Λευίτες που βοήθησαν στον καθαρισμό του ναού στις ημέρες του Βασιλιά Εζεκία. (2Χρ 29:12, 15, 16) Προφανώς το ίδιο άτομο έγινε επίτροπος υπό τον Χωνανία και τον Σιμεΐ οι οποίοι είχαν υπό την επιστασία τους «τη συνεισφορά και το δέκατο και τα άγια πράγματα» στο ναό.—2Χρ 31:12, 13.