ΑΜΩΚ (Αμώκ) [Βαθύς· Ακατανόητος]. Ένας από τους σημαίνοντες ιερείς που επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ από την εξορία στη Βαβυλώνα. (Νε 12:1, 7) Την εποχή του Ιεχωακείμ η οικογένεια του Αμώκ εκπροσωπούνταν από το γιο του τον Έβερ.—Νε 12:12, 20.