ΙΕΧΩΑΚΕΙΜ
(Ιεχωακείμ) [πιθανώς, Ο Ιεχωβά Εγείρει].
Γιος και, προφανώς, διάδοχος του Ιησού, αρχιερέα της μεταιχμαλωσιακής περιόδου. (Νε 12:10, 12, 26) Προφανώς υπηρετούσε με αυτό το αξίωμα τον καιρό που επέστρεψε ο Έσδρας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 121 [v, 1]) Ωστόσο, αργότερα, όταν έφτασε ο Νεεμίας (455 Π.Κ.Χ.), είχε γίνει αρχιερέας ο Ελιασίβ, ο γιος του Ιεχωακείμ.—Νε 3:1.