ΒΑΑΣΑ
(Βαασά).
Τρίτος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ, γιος του Αχιά από τη φυλή του Ισσάχαρ, άσημης καταγωγής. Σφετερίστηκε το θρόνο δολοφονώντας τον προκάτοχό του τον Ναδάβ και κατόπιν πάταξε ολόκληρο τον οίκο του Ιεροβοάμ, όπως είχε προφητευτεί. (1Βα 15:27-30· 14:10) Ωστόσο, συνέχισε τη μοσχολατρία του Ιεροβοάμ, και γι’ αυτόν το λόγο εξαγγέλθηκε εξόντωση και του δικού του οίκου. (1Βα 16:1-4) Όταν ο Βαασά έκανε πόλεμο εναντίον του Ιούδα, ο Ασά έπεισε το βασιλιά της Συρίας να του επιτεθεί από το Β για αντιπερισπασμό. Στη συνέχεια, ο Ασά κατεδάφισε την οχυρωμένη πόλη της Ραμά την οποία έχτιζε ο Βαασά. (1Βα 15:16-22· 2Χρ 16:1-6· βλέπε ΑΣΑ Αρ. 1 [Μηχανορραφίες και Εχθροπραξίες Εναντίον του Βαασά].) Αφού κυβέρνησε από το 975 περίπου ως το 953 Π.Κ.Χ., ο Βαασά πέθανε και θάφτηκε στην πρωτεύουσά του τη Θερσά. Ο γιος του ο Ηλά έγινε βασιλιάς το 26ο έτος του Ασά του βασιλιά του Ιούδα (1Βα 16:8), αλλά στο 27ο έτος του Ασά (1Βα 16:15) ο Ζιμβρί στασίασε και εξάλειψε τον οίκο του Βαασά εκτελώντας έτσι την απόφαση του Ιεχωβά.