ΓΚΑΪΝΤΑ
Παρότι η αραμαϊκή λέξη σουμπονγιάχ, που εμφανίζεται στα εδάφια Δανιήλ 3:5, 10, 15, έχει μεταφραστεί «σαντούρι» (ένα έγχορδο όργανο) (KJ, Kx) και «συμφωνία» (Ο΄, ΒΑΜ), οι σύγχρονες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής την αποδίδουν συνήθως «γκάιντα». Το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Lexicon in Veteris Testamenti Libros) των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ την εξηγεί ως «γκάιντα».—Λέιντεν, 1958, σ. 1103.
Το όργανο που ονομαζόταν σουμπονγιάχ ίσως έμοιαζε με τις σημερινές απλές γκάιντες της Ανατολής. Ο απαιτούμενος αεροστεγής ασκός είναι φτιαγμένος από δέρμα κατσίκας, χωρίς τα πόδια, την ουρά και το κεφάλι, αλλά πολλές φορές καλύπτεται ακόμη από το τρίχωμα. Σε αυτόν τον ασκό προσαρμόζεται ένας σωλήνας από όπου εισάγεται αέρας, καθώς και αυλοί κατασκευασμένοι από καλάμια και από τις άκρες κεράτων αγελάδας.