ΒΑΙΘ-ΣΟΥΡ
(Βαιθ-σουρ) [Οίκος του Βράχου].
Κωμόπολη στην ορεινή περιοχή του Ιούδα η οποία καταχωρίζεται μεταξύ της Αλούλ και της Γεδώρ. (Ιη 15:58) Το όνομα αυτό διασώζεται ακόμη στο τοπωνύμιο Μπουρτζ ες-Σουρ, αν και διάφορες ανασκαφές έχουν δείξει ότι η πραγματική θέση της αρχαίας πόλης ήταν το Χίρμπετ ετ-Τουμπέικε (Μπετ Ζουρ), περίπου 0,5 χλμ. στα ΒΔ. Αυτή η τοποθεσία βρίσκεται 7,5 χλμ. Β της Χεβρών, ενώ η Γεδώρ απέχει από αυτήν περίπου 5 χλμ. προς τα ΒΒΔ και η Αλούλ 1,5 χλμ. προς τα ΝΝΑ. Περιγράφεται ως μια από τις ερειπωμένες πόλεις της Παλαιστίνης με το μεγαλύτερο υψόμετρο, δεδομένου ότι βρισκόταν σε έναν λόφο 1.007 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εφόσον βρισκόταν κοντά στο μεγάλο δρόμο που συνέδεε το Β με το Ν κατά μήκος της κορυφογραμμής η οποία αποτελούσε τη γραμμή διαχωρισμού και αποστράγγισης των υδάτων, και δεδομένου ότι έλεγχε επίσης τις οδούς που οδηγούσαν στη Μαρησάχ και στη Λιβνά προς τη Δ, η Βαιθ-σουρ κατείχε θέση στρατηγικής σημασίας.
Μετά τη διαίρεση του βασιλείου, η Βαιθ-σουρ ήταν μια από τις 15 πόλεις τις οποίες ανοικοδόμησε και οχύρωσε ο Βασιλιάς Ροβοάμ, ως μέτρο προστασίας του Ιούδα και του Βενιαμίν σε περίπτωση εισβολής. (2Χρ 11:5-12) Συγκαταλεγόταν στις πόλεις όπου επανεγκαταστάθηκαν οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία. (Νε 3:16) Στη διάρκεια της περιόδου των Μακκαβαίων, η Βαιθ-σουρ (η οποία τότε λεγόταν Βαιθσούρα) διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στον αγώνα των Ιουδαίων εναντίον των Σελευκιδών βασιλιάδων της Συρίας, και μάλιστα το απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων περιγράφει μια καθοριστική νίκη που κέρδισε εκεί ο Ιούδας Μακκαβαίος επί των συριακών δυνάμεων (165 Π.Κ.Χ.), μετά την οποία οχύρωσε εκ νέου την πόλη. (Α΄ Μακκαβαίων 4:61· 6:26) Το 162 Π.Κ.Χ. οι Σελευκίδες πολιόρκησαν την πόλη, η οποία συνθηκολόγησε τελικά εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων. (Α΄ Μακκαβαίων 6:30-50) Έγινε έδρα δικής τους φρουράς και ο στρατηγός Βακχίδης ενίσχυσε τα οχυρώματά της.—Α΄ Μακκαβαίων 9:52.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στη Βαιθ-σουρ το 1931 και το 1957 έφεραν στο φως στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη ισχυρών οχυρωμάτων. Αρκετά νομίσματα που χρονολογούνται μεταξύ του τέταρτου και του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. βρέθηκαν εκεί. Σε αυτά περιλαμβάνονταν ασημένια ιουδαϊκά νομίσματα που πιστεύεται ότι χρονολογούνται από την περίοδο των περσικών χρόνων ή περίπου από τον τέταρτο αιώνα Π.Κ.Χ.
Το όνομα Βαιθ-σουρ εμφανίζεται σε έναν γενεαλογικό κατάλογο με τους απογόνους του Χάλεβ, αδελφού του Ιεραμεήλ, στο εδάφιο 1 Χρονικών 2:45. Ο Μαών αναφέρεται εκεί ως «ο πατέρας της Βαιθ-σουρ». Πολλοί σχολιαστές θεωρούν ότι η Βαιθ-σουρ ήταν η ομώνυμη πόλη, και ότι ο Μαών σε αυτή την περίπτωση ήταν ο πατέρας εκείνων που εγκαταστάθηκαν εκεί ή πιθανώς ο αρχηγός ή ο επικεφαλής της πόλης.