ΒΟΣΟΡ
(Βοσόρ).
1. [πιθανώς, Πολύτιμο Μετάλλευμα]. Ένας από τους “γιους του Ζωφά” από τη φυλή του Ασήρ.—1Χρ 7:30, 36, 37.
2. [Απρόσιτος Τόπος]. Λευιτική πόλη καταφυγίου—μία από τις τρεις που βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη—η οποία ξεχωρίστηκε πρωτίστως για τη φυλή του Ρουβήν. (Δευ 4:41-43· Ιη 20:8· 21:36· 1Χρ 6:78) Αναφέρεται ότι βρισκόταν «στο υψίπεδο» και «κοντά στην Ιεριχώ, στα ανατολικά του Ιορδάνη . . . στην έρημο». Η Βοσόρ ταυτίζεται γενικά με το σημερινό Ουμ ελ-Άμαντ το οποίο βρίσκεται στο υψίπεδο, 19 χλμ. Ν της Ραββά (του Αμμών). Μνημονεύεται στη Μωαβιτική Λίθο ως μια από τις πόλεις που κατέλαβε και οχύρωσε ο Βασιλιάς Μησά του Μωάβ κατά την ανταρσία του εναντίον του Ισραήλ, η οποία έλαβε χώρα μετά το θάνατο του Βασιλιά Αχαάβ γύρω στο 920 Π.Κ.Χ.—2Βα 3:5.