ΒΟΥΝΑ (Βουνά) [συντετμημένη μορφή του Βεναΐας, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Οικοδομήσει»]. Γιος του Ιεραμεήλ από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 2:3, 25.