ΚΟΜΠΡΑ
[εβρ., πέθεν].
Εξαιρετικά δηλητηριώδες φίδι της Ασίας και της Αφρικής. Η κόμπρα που αναφέρεται σε έξι εδάφια της Αγίας Γραφής είναι αναμφίβολα η αιγυπτιακή κόμπρα ή ασπίδα (νάγια η χάγια [Naja haje]), ένα είδος κόμπρας που χρησιμοποιείται συνήθως στη γοητεία φιδιών από τους Βιβλικούς χρόνους ως σήμερα. Όπως η κοινή ινδική κόμπρα και η βασιλική κόμπρα της Ασίας, έτσι και η αιγυπτιακή κόμπρα φουσκώνει το λαιμό της όταν θυμώνει.
Η κόμπρα επιτίθεται τινάζοντας το ανασηκωμένο σώμα της προς τα εμπρός, ενώ ταυτόχρονα παράγει έναν οξύ συριγμό. Όταν δαγκώσει τη λεία της, την κρατάει γερά με το σαγόνι της και κατόπιν αρχίζει μια χαρακτηριστική μάσηση για να διασφαλίσει ότι θα εκχυθεί άφθονο δηλητήριο στην πληγή. Λόγω αυτής της τακτικής, καθώς και του εξαιρετικά τοξικού δηλητηρίου τους, οι κόμπρες είναι από τα πιο επικίνδυνα πλάσματα που υπάρχουν.
Οι Ισραηλίτες γνώριζαν καλά αυτό το φίδι, όχι μόνο ενόσω βρίσκονταν στην Αίγυπτο, αλλά και κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στην έρημο. Ο Μωυσής, απευθυνόμενος στους Ισραηλίτες στην έρημο, αναφέρθηκε στο «αμείλικτο δηλητήριο από κόμπρες». (Δευ 32:33) Ο χαρακτηρισμός «αμείλικτο» περιγράφει εύστοχα την επίδραση του εν λόγω δηλητηρίου. Σχετικά με αυτήν, ο γιατρός Φίντλεϊ Ράσελ, στο βιβλίο του Προσβολή από Δηλητήριο Φιδιών ([Snake Venom Poisoning] 1980, σ. 362), λέει ότι τα συμπτώματα αρχίζουν με ατονία των βλεφάρων, ενώ κατόπιν μπορεί να εμφανιστεί δύσπνοια, παράλυση των ματιών, της γλώσσας και του λάρυγγα, και ίσως μάλιστα επέλθουν σπασμοί και ανακοπή καρδιάς.
Το δηλητήριο της κόμπρας προσβάλλει τα νεύρα, προκαλεί παράλυση του αναπνευστικού συστήματος και συχνά αποβαίνει μοιραίο για τον άνθρωπο, αν δεν χορηγηθεί έγκαιρα αντιοφικός ορός. Ο Σωφάρ αναφέρεται στη «χολή [της] κόμπρας» και στο «δηλητήριο [της] κόμπρας».—Ιωβ 20:14, 16.
Χρησιμοποιώντας μεταφορική γλώσσα, ο ψαλμωδός συνδέει τη θανατηφόρα κόμπρα με το λιοντάρι και λέει σχετικά με εκείνους που έχουν κάνει τον Ιεχωβά καταφύγιό τους: «Πάνω στο νεαρό λιοντάρι και στην κόμπρα θα πατήσεις· θα ποδοπατήσεις το χαιτοφόρο νεαρό λιοντάρι και το μεγάλο φίδι». (Ψλ 91:13) Ο Ησαΐας, μιλώντας για την επανασύναξη του λαού του Ιεχωβά, προφητεύει αλλαγή συνθηκών για αυτούς και περιγράφει έναν καιρό κατά τον οποίο «το παιδί που θηλάζει θα παίζει στην τρύπα της κόμπρας· και στο άνοιγμα της φωλιάς του δηλητηριώδους φιδιού θα βάζει το χέρι του το απογαλακτισμένο παιδί».—Ησ 11:8, 11, 12.
Πώς μπορεί η κόμπρα “να ακούει τη φωνή των γοητευτών”;
Η Αγία Γραφή αναφέρεται στο αφτί της κόμπρας και υποδηλώνει την ικανότητα που έχει η κόμπρα “να ακούει τη φωνή των γοητευτών”. (Ψλ 58:4, 5) Εφόσον τα φίδια δεν διαθέτουν έξω ακουστικούς πόρους, και η εντύπωση που έδιναν στους φυσιοδίφες ήταν ότι δεν ανταποκρίνονται στον ήχο, πολλοί υπέθεταν ότι αυτά τα ερπετά είναι κουφά. Σχολιάζοντας αυτό το λάθος, Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ([The New Encyclopædia Britannica] 1987, Τόμ. 27, σ. 159) δηλώνει: «Η υπόθεση αυτή είναι λανθασμένη. Τα φίδια είναι ευαίσθητα σε ορισμένα ηχητικά κύματα που μεταδίδονται με τον αέρα και μπορούν να τα συλλάβουν με τη βοήθεια ενός μηχανισμού ο οποίος υποκαθιστά την τυμπανική μεμβράνη. . . . Επιπλέον, ενώ η ευαισθησία των περισσότερων φιδιών στο μέσο της κλίμακας των χαμηλών τόνων είναι μικρότερη από αυτήν που διαθέτουν οι περισσότεροι τύποι διαφορετικών αφτιών, η διαφορά δεν είναι πολύ σημαντική. Σε κάποια φίδια, όμως, η ευαισθησία αυτή είναι σχεδόν τόσο οξεία όσο και στις περισσότερες σαύρες που έχουν συμβατικούς ακουστικούς πόρους και μηχανισμούς στο μέσο αφτί».