ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Όργανο που χρησιμοποιεί ο ξυλουργός ή άλλος τεχνίτης για να σχεδιάσει ή να χαράξει έναν κύκλο ή μια καμπύλη πάνω σε ξύλο ή σε κάποιο άλλο υλικό. Η μόνη μνεία της λέξης «διαβήτης» στην Αγία Γραφή συναντάται στο εδάφιο Ησαΐας 44:13. Εκεί αναφέρεται ότι ο ειδωλολάτρης ξυλουργός χρησιμοποιεί μετρικό σχοινί, κόκκινη κιμωλία και σμίλη για να διαμορφώσει ένα είδωλο. Και «με διαβήτη το σημαδεύει συνεχώς [προφανώς για να βεβαιωθεί ότι είναι συμμετρικό], και τελικά το κάνει σαν την παράσταση ανθρώπου, σαν την ωραιότητα των ανθρώπων, για να κάθεται σε σπίτι». Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «διαβήτης» (μεχουγάχ) σχετίζεται με τη λέξη χουγ (κύκλος).—Παρ 8:27· Ησ 40:22.