ΕΒΕΝΟΣ
[εβρ., χοβνίμ].
Ο όρος αυτός πιστεύεται ότι αναφέρεται στο ξύλο του δέντρου διόσπυρος ο έβενος (Diospyros ebenum) ή παρόμοιων ειδών του ίδιου γένους. Το δέντρο αυτό φτάνει σε μεγάλο ύψος, έχει απλά φύλλα και κωδωνοειδή λουλούδια. Το εξωτερικό του ξύλο είναι μαλακό και λευκό, αλλά το εσωτερικό καρδιόξυλο, του οποίου η μέγιστη διάμετρος φτάνει περίπου τα 50 εκ., είναι πολύ σκληρό, με πυκνά νερά, ανθεκτικό και έχει χρώμα μαύρο ή σκουροκάστανο. Επιδέχεται έντονη στίλβωση. Αυτές οι ιδιότητες το καθιστούν περιζήτητο για την κατασκευή ωραίων επίπλων, διακοσμητικών αντικειμένων και τεχνουργημάτων με ενθέματα ελεφαντόδοντου. Επίσης, οι ειδωλολάτρες το χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή ειδώλων για λατρεία.
Ο έβενος μνημονεύεται μόνο μία φορά στην Αγία Γραφή, στο εδάφιο Ιεζεκιήλ 27:15, όπου παρουσιάζεται ως εμπόρευμα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τον έβενο και το ελεφαντόδοντο που αναφέρονται σε αυτό το εδάφιο τα έφερναν από την Ινδία ή τη Σρι Λάνκα, ίσως διασχίζοντας την Αραβική Θάλασσα, αναπλέοντας την Ερυθρά Θάλασσα και συνεχίζοντας κατόπιν διά ξηράς. Μια άλλη πιθανότητα είναι να τα έφερναν από τη Νουβία της βορειοανατολικής Αφρικής. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν εξαιρετικά πολύτιμο τον έβενο, και έχουν βρεθεί εβένινα αντικείμενα σε αιγυπτιακούς τάφους.