ΕΛΙΖΑΦΑΝ
(Ελιζαφάν), ΕΛΖΑΦΑΝ (Ελζαφάν) [Ο Θεός (μου) Έχει Κρύψει (Αποταμιεύσει)].
1. Ο γιος του θείου του Ααρών, του Οζιήλ, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του τον Μισαήλ μετέφερε κατ’ εντολήν του Μωυσή τα πτώματα του Ναδάβ και του Αβιού έξω από το στρατόπεδο. (Εξ 6:22· Λευ 10:4· Αρ 3:30) Ο Ελιζαφάν ήταν κεφαλή ενός πατρογονικού Λευιτικού οίκου, και στην Αγία Γραφή αναφέρονται συγκεκριμένα μέλη αυτού του οίκου που υπηρέτησαν στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ και του Εζεκία.—1Χρ 15:8· 2Χρ 29:13.
2. Ο γιος του Φαρνάχ και αρχηγός των γιων του Ζαβουλών, ο οποίος ήταν μεταξύ εκείνων που διορίστηκαν κατόπιν εντολής του Ιεχωβά να μοιράσουν την Υποσχεμένη Γη σε κληρονομικά μερίδια.—Αρ 34:25.