ΜΙΣΑΗΛ
(Μισαήλ) [πιθανώς, Ποιος Είναι Όμοιος με τον Θεό; Ή, Ποιος Ανήκει στον Θεό;].
1. Κααθίτης Λευίτης και γιος του Οζιήλ. (Εξ 6:18, 22) Όταν ο Ναδάβ και ο Αβιού, οι γιοι του Ααρών, εκτελέστηκαν από τον Ιεχωβά επειδή πρόσφεραν ανάρμοστη φωτιά, ο Μισαήλ και ο αδελφός του ο Ελζαφάν μετέφεραν τα πτώματά τους έξω από το στρατόπεδο.—Λευ 10:1-5.
2. Το αρχικό όνομα ενός από τους τρεις Ιουδαίους συντρόφους του Δανιήλ, τον οποίο ο αυλάρχης της Βαβυλώνας ονόμασε «Μισάχ».—Δα 1:6, 7· βλέπε ΜΙΣΑΧ.
3. Ένας από τους άντρες που στέκονταν στα αριστερά του Έσδρα καθώς ο αντιγραφέας διάβαζε από το βιβλίο του Νόμου στους Ιουδαίους που είχαν συναχθεί στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία.—Νε 8:3, 4.