ΕΛΟΥΖΑΪ
(Ελουζαΐ) [Ο Θεός Είναι η Ισχύς Μου].
Ένας από τους αμφοτεροδέξιους Βενιαμίτες κραταιούς άντρες οι οποίοι συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στη Σικλάγ ενόσω εκείνος εξακολουθούσε να βρίσκεται κάτω από περιορισμούς εξαιτίας του Βασιλιά Σαούλ.—1Χρ 12:1-5.