ΣΕΜΑΡΙΑΣ
(Σεμαρίας) [σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Φυλάξει»].
1. Ένας από τους αμφοτεροδέξιους Βενιαμίτες πολεμιστές που συντάχθηκαν με τον Δαβίδ ενόσω αυτός ήταν φυγάς στη Σικλάγ.—1Χρ 12:1, 2, 5.
2. Γιος του Βασιλιά Ροβοάμ, και επομένως δισέγγονος του Δαβίδ.—2Χρ 11:18, 19.
3. Ένας από τους γιους του Χαρίμ οι οποίοι απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους όταν ο Έσδρας επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.—Εσδ 10:31, 32, 44.
4. Ένας από τους γιους του Βιννουί οι οποίοι είχαν και αυτοί πάρει αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις εξαπέστειλαν.—Εσδ 10:38, 41, 44.