ΣΜΑΡΑΓΔΙ
Πολύτιμο, λαμπερό, διαφανές πετράδι που είναι ποικιλία της βηρύλλου. Το σμαράγδι αποτελείται από πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, καθώς επίσης από μικρή ποσότητα χρωμίου που προσδίδει στην πέτρα το πράσινο χρώμα της. Είναι ελαφρώς σκληρότερο από το χαλαζία και συνήθως εμφανίζεται σε κονδυλώδη μορφή ή σε ξεχωριστούς εξάεδρους κρυστάλλους.
Τα σμαράγδια ήταν γνωστά στους αρχαίους Αιγυπτίους, οι οποίοι τα προμηθεύονταν από την Άνω Αίγυπτο. Πιθανότατα συγκαταλέγονταν στα πολύτιμα αντικείμενα που πήραν οι Ισραηλίτες από τους Αιγυπτίους λίγο προτού αναχωρήσουν από την Αίγυπτο. (Εξ 12:35, 36) Αργότερα, τοποθετήθηκε ένα σμαράγδι (εβρ., μπαρέκεθ) ως η τρίτη πέτρα στην πρώτη σειρά των λίθων που υπήρχαν στο «περιστήθιο της κρίσης» του αρχιερέα. (Εξ 28:2, 15, 17, 21· 39:10) Στην προφητική θρηνωδία του Ιεζεκιήλ, ο βασιλιάς της Τύρου παρουσιάζεται να φοράει περικάλυμμα από «κάθε πολύτιμη πέτρα», μεταξύ των οποίων ήταν και το σμαράγδι.—Ιεζ 28:12, 13.
Όταν ο απόστολος Ιωάννης είδε σε όραμα τον ουράνιο θρόνο του Ιεχωβά, χρησιμοποίησε το σμαράγδι για να περιγράψει το ουράνιο τόξο που υπήρχε «ολόγυρα από το θρόνο». (Απ 4:1-3) Όταν ο Ιωάννης είδε «την άγια πόλη, τη Νέα Ιερουσαλήμ», παρατήρησε ότι «τα θεμέλια του τείχους της πόλης ήταν στολισμένα με κάθε είδους πολύτιμη πέτρα», το δε τέταρτο θεμέλιο ήταν σμαράγδι (σμάραγδος, Κείμενο).—Απ 21:2, 10, 19.