ΠΤΗΝΟ
Μολονότι η λέξη «πτηνό» της νέας ελληνικής αναφέρεται μόνο στα πουλιά, η εβραϊκή λέξη ‛ωφ παράγεται από το ρήμα που σημαίνει «πετώ» και εφαρμόζεται σε όλα τα φτερωτά ή πετούμενα πλάσματα. (Γε 1:20-22) Ο Τζ. Ρ. Ντράιβερ αναφέρει ότι η λέξη ‛ωφ «φαίνεται πως περιγράφει το ρυθμικό φτεροκόπημα στον αέρα και τη συνεπαγόμενη εκτόπιση του αέρα». (Τριμηνιαίο Περιοδικό για την Εξερεύνηση της Παλαιστίνης [Palestine Exploration Quarterly], Λονδίνο, 1955, σ. 5) Αυτή η λέξη περιλάμβανε, όχι μόνο όλα τα πουλιά (Γε 9:10· Λευ 1:14· 7:26), μεταξύ των οποίων τα ορτύκια (Ψλ 78:27· παράβαλε Εξ 16:13) και τα νεκροφάγα πουλιά (1Σα 17:44, 46· 2Σα 21:10), αλλά μπορούσε να εφαρμοστεί και στα φτερωτά έντομα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα «πολυπληθή [εβρ., σέρετς]» φτερωτά πλάσματα.—Λευ 11:20-23· Δευ 14:19· βλέπε ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣ ΠΛΑΣΜΑ.
Η φράση “θρεπτά πτηνά”, την οποία χρησιμοποιούν οι μεταφράσεις KJ, RS και ΒΑΜ στο εδάφιο 1 Βασιλέων 4:23, εξετάζεται στο λήμμα ΚΟΥΚΟΣ.