ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣ ΠΛΑΣΜΑ
[εβρ., σέρετς].
Η ρίζα από την οποία προέρχεται αυτός ο όρος αποδίδεται «είμαι πολυπληθής», «αφθονώ», «πολλαπλασιάζομαι» ή «γεμίζω». (Λευ 11:46· Γε 8:17· Εξ 1:7· 8:3) Το ουσιαστικό φαίνεται ότι εφαρμόζεται σε μικρά πλάσματα που είναι πολυάριθμα. (Εξ 8:3· Ψλ 105:30· παράβαλε Εξ 1:7.) Η εβραϊκή ρίζα χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στο εδάφιο Γένεση 1:20, όπου αναφέρεται η αρχική εμφάνιση ζωντανών ψυχών την πέμπτη δημιουργική ημέρα, όταν τα νερά άρχισαν να “βγάζουν πλήθος” ζωντανών ψυχών. Ο Κατακλυσμός κατέστρεψε τα «πολυπληθή πλάσματα» της γης που βρίσκονταν έξω από την κιβωτό.—Γε 7:21.
Ο νόμος σχετικά με τα καθαρά και τα ακάθαρτα πλάσματα δείχνει ότι ο εν λόγω όρος μπορεί να εφαρμοστεί σε υδρόβια πλάσματα (Λευ 11:10), σε φτερωτά πλάσματα, μεταξύ των οποίων νυχτερίδες και έντομα (Λευ 11:19-23· Δευ 14:19), σε χερσαία πλάσματα, μεταξύ των οποίων τρωκτικά, σαύρες και χαμαιλέοντες (Λευ 11:29-31), καθώς και σε πλάσματα που κινούνται με την «κοιλιά» τους και σε πολύποδα πλάσματα (Λευ 11:41-44). Πολλά από αυτά, αλλά όχι όλα, ήταν «ακάθαρτα» για τροφή, σύμφωνα με το Νόμο.