ΒΑΤΡΑΧΟΣ
[εβρ. κείμενο, τσεφαρντέα‛· ελλ. κείμενο, βάτραχος].
Άνουρο αμφίβιο με λείο δέρμα και μακριά, μυώδη πίσω πόδια ιδανικά για άλματα. Στις Εβραϊκές Γραφές οι βάτραχοι αναφέρονται μόνο σε συσχετισμό με το δεύτερο πλήγμα του Ιεχωβά εναντίον της Αιγύπτου (Εξ 8:1-14· Ψλ 78:45· 105:30) το οποίο, όπως και οι άλλες πληγές, αποτέλεσε κρίση για τις θεότητες που λατρεύονταν σε εκείνη τη γη. (Εξ 12:12) Ο βάτραχος ήταν το ιερό ζώο της Χεκτ, θεάς των Αιγυπτίων που απεικονιζόταν με κεφάλι βατράχου.
Στο εδάφιο Αποκάλυψη 16:13 οι «ακάθαρτες εμπνευσμένες εκφράσεις» παρομοιάζονται με βατράχους. Αυτό είναι κατάλληλο, εφόσον οι βάτραχοι ήταν ακάθαρτοι για τροφή σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο.—Λευ 11:12.