ΣΚΟΡΔΟ
[εβρ., σουμίμ (πληθυντικός)].
Βολβώδες, πολυετές φυτό (άλλιο το εδώδιμο [Allium sativum]), του οποίου ο βολβός, που έχει έντονη οσμή και δριμεία γεύση, αποτελείται μέχρι και από 20 πυρήνες, ή αλλιώς σκελίδες. Ο ανθικός βλαστός του σκόρδου, ο οποίος φέρει μικροσκοπικά βολβίδια και στείρα λουλούδια, φτάνει μερικές φορές σε ύψος τα 30 εκ. ή περισσότερο.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις, τα σκόρδα καλλιεργούνταν ευρέως στην αρχαία Αίγυπτο. Στην έρημο, το μεικτό πλήθος και οι Ισραηλίτες επιθύμησαν τα σκόρδα που έτρωγαν εκεί. (Αρ 11:4, 5) Ο ιστορικός Ηρόδοτος (Β΄, 125) μιλάει για κάποια επιγραφή η οποία ανέφερε τα σκόρδα ως μια από τις χορηγούμενες τροφές στους εργάτες που έχτιζαν κάποια πυραμίδα. Το σκόρδο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως από τους κατοίκους των παραμεσόγειων περιοχών. Στο Μισνά (Νενταρίμ 3:10), οι Ιουδαίοι χαρακτήρισαν τους εαυτούς τους σκορδοφάγους. Το σκόρδο έχει χρησιμοποιηθεί στην ιατρική ως διεγερτικό της πέψης, ως αντιβιοτικό και ως αντισπασμωδικό.