ΓΕΣΟΥΡ
(Γεσούρ).
1. Αραμαϊκό βασίλειο το οποίο συνόρευε με την περιοχή Αργόβ της Βασάν, Α του Ιορδάνη Ποταμού. Βόρεια συνόρευε με τους Μααχαθίτες. Παρότι οι πρώτες κατακτήσεις του Ισραήλ έφτασαν μέχρι τη Γεσούρ, αυτή καθαυτή η περιοχή της Γεσούρ δεν καταλήφθηκε. (Δευ 3:14· Ιη 12:1, 4, 5· 13:13) Ο Αβεσσαλώμ, μετά τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του, του Αμνών, κατέφυγε στη Γεσούρ, στο βασίλειο του Θαλμαΐ, του παππού του από τη συγγένεια της μητέρας του. Εκεί παρέμεινε εκτοπισμένος τρία χρόνια, μέχρις ότου τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ ο Ιωάβ. (2Σα 3:2, 3· 13:28-38· 14:23· 15:8) Αργότερα, η Γεσούρ και η Συρία προσάρτησαν πολλές ισραηλιτικές πόλεις Α του Ιορδάνη.—1Χρ 2:23.
2. Η περιοχή των Γεσουριτών στη νότια Παλαιστίνη, κοντά στην επικράτεια των Φιλισταίων. (Ιη 13:2· 1Σα 27:7-11) Αναφορικά με αυτή την περιοχή δεν χρησιμοποιείται συγκεκριμένα ο τύπος «Γεσούρ».