ΚΟΛΟΚΥΘΙ
[εβρ., πακκου‛όθ, πληθυντικός].
Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «κολοκύθια» εμφανίζεται στην Αγία Γραφή μόνο σε σχέση με ένα περιστατικό που συνέβη στη διάρκεια κάποιας πείνας, στις ημέρες του Ελισαιέ. Κάποιος μάζεψε μερικά άγνωστα άγρια κολοκύθια και, αφού τα έκοψε, τα έριξε μέσα στο φαγητό. Μόλις «οι γιοι των προφητών» δοκίμασαν το φαγητό, φοβήθηκαν ότι θα πάθαιναν τροφική δηλητηρίαση και σταμάτησαν να το τρώνε, αλλά ύστερα από τη θαυματουργική παρέμβαση του Ελισαιέ δεν χρειάστηκε να το πετάξουν.—2Βα 4:38-41.
Μολονότι έχουν διατυπωθεί αρκετές διαφορετικές απόψεις, γενικά υποστηρίζεται ότι το φυτό του οποίου ο καρπός αντιστοιχεί κατά πάσα πιθανότητα στα «άγρια κολοκύθια» της Γραφικής αφήγησης είναι η πικραγγουριά (κίτρουλλος η κολοκυνθίς [Citrullus colocynthis]), ένα φυτό που ανήκει στο ίδιο γένος με την καρπουζιά. Η πικραγγουριά έχει έρποντα βλαστό σαν της αγγουριάς, καθώς και παρόμοιο φύλλωμα. Ο καρπός της είναι περίπου ισομεγέθης με το πορτοκάλι, περιβάλλεται από παχιά και λεία φλούδα με πράσινα και κίτρινα στίγματα, έχει δε πολύ πικρή και δηλητηριώδη σπογγώδη σάρκα από την οποία εξάγεται η κολοκυνθίνη της ιατρικής. Τα χαρακτηριστικά της πικραγγουριάς ταιριάζουν με τα όσα λέει η Αγία Γραφή για μια άγρια κολοκυθιά η οποία ήταν προφανώς δηλητηριώδης, όπως υποδηλώνεται από την ίδια τη γεύση του καρπού της. (2Βα 4:40) Όταν τα περισσότερα φυτά έχουν ξεραθεί, η πικραγγουριά είναι ακόμη πράσινη, αποτελώντας πειρασμό για όποιον δεν τη γνωρίζει.
Τα στολίδια σε σχήμα κολοκύθας (εβρ., πεκα‛ίμ) που διακοσμούσαν τη χυτή θάλασσα και την επένδυση από ξύλο κέδρου στο εσωτερικό του ναού του Σολομώντα μπορεί να ήταν στρογγυλά όπως ο καρπός της πικραγγουριάς.—1Βα 6:18· 7:24· 2Χρ 4:3.