ΚΑΡΠΟΥΖΙ
[εβρ., ’αβαττίαχ].
Μεγάλος, επιμήκης ή σφαιροειδής καρπός με σκληρή φλούδα, πολλούς σπόρους και γλυκιά σάρκα η οποία περιέχει πολύ νερό. Ήταν μια από τις τροφές που επιθύμησαν στην έρημο το μεικτό πλήθος και οι Ισραηλίτες μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. (Αρ 11:4, 5) Τα καρπούζια (κίτρουλλος ο κοινός [Citrullus vulgaris]) καλλιεργούνται από παλιά στην Αίγυπτο και σε άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής.