ΧΕΛΗΣ
(Χελής) [Έχει Σώσει].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, Φαλτίτης ή Φελωνίτης. (2Σα 23:8, 26· 1Χρ 11:26, 27) Όταν ο Δαβίδ οργάνωσε τις μηνιαίες ομάδες υπηρεσίας, ο Χελής διορίστηκε υπεύθυνος της έβδομης υποδιαίρεσης.—1Χρ 27:1, 10.
2. Απόγονος του Ιούδα, γιος κάποιου Αζαρία και πατέρας του Ελεασά.—1Χρ 2:3, 39.