ΧΕΡΕΣ
(Χέρες) [Ήλιος].
1. Όρος (εβρ., χαρ) στο οποίο εξακολουθούσαν να κατοικούν οι Αμορραίοι παρά το ότι ο Ισραήλ είχε κατακτήσει τη Χαναάν. Αναφέρεται σε συνάρτηση με την περιοχή της φυλής του Δαν. (Κρ 1:34, 35) Οι περισσότεροι λόγιοι το θεωρούν ταυτόσημο της Ιρ-σεμές (που προφανώς ταυτίζεται με τη Βαιθ-σεμές στο όριο του Ιούδα και του Δαν) του εδαφίου Ιησούς του Ναυή 19:41.—Βλέπε ΒΑΙΘ-ΣΕΜΕΣ Αρ. 1.
2. Ο Γεδεών επέστρεψε από τον πόλεμο κατά των Μαδιανιτών «από το πέρασμα που ανεβαίνει προς τη Χέρες». Πέραν της Βιβλικής αυτής μνείας στο εδάφιο Κριτές 8:13, δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο για την εν λόγω τοποθεσία. Ως εκ τούτου, μερικοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι η αρχική διατύπωση του εβραϊκού κειμένου ίσως ήταν «πριν ανατείλει ο ήλιος [χαχέρες]» ή «ψηλά, μέσα από τα βουνά» και όχι «το πέρασμα που ανεβαίνει προς τη Χέρες».