ΧΙΗΛ
(Χιήλ) [συντετμημένη μορφή του Αχιήλ, που σημαίνει «Αδελφός μου Είναι ο Θεός· Αδελφός του Θεού»].
Βαιθηλίτης που ανοικοδόμησε την Ιεριχώ στη διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ, το δέκατο αιώνα Π.Κ.Χ. Σε εκπλήρωση του όρκου που είχε εξαγγείλει ο Ιησούς του Ναυή κατά την καταστροφή της Ιεριχώς 500 και πλέον χρόνια πρωτύτερα, ο Χιήλ έθεσε το θεμέλιο της πόλης με την απώλεια του Αβιρών, του πρωτοτόκου του, και έστησε τις πόρτες της με την απώλεια του Σεγούβ, του νεότερου παιδιού του.—Ιη 6:26· 1Βα 16:33, 34.