ΟΒΑΒ
(Οβάβ) [πιθανώς, Πολυαγαπημένος].
Κουνιάδος του Μωυσή, γιος του Ραγουήλ (Ιοθόρ) και Μαδιανίτης, από τη φυλή των Κεναίων. (Αρ 10:29· Εξ 3:1· Κρ 1:16) Όταν έφτασε ο καιρός να μετακινηθούν οι Ισραηλίτες από την περιοχή του Όρους Σινά προς την Υποσχεμένη Γη, ο Μωυσής ζήτησε από τον Οβάβ να τους συνοδεύσει ώστε να είναι «τα μάτια», δηλαδή ο ανιχνευτής, του έθνους λόγω της εξοικείωσής του με εκείνον τον τόπο. Μολονότι στην αρχή ο Οβάβ αρνήθηκε, φαίνεται ότι τελικά συνόδευσε τους Ισραηλίτες, εφόσον οι απόγονοί του, οι Κεναίοι, κατοίκησαν στην έρημο του Ιούδα Ν της Αράδ και, όπως αναφέρεται, εξακολουθούσαν να ζουν σε εκείνη την περιοχή την εποχή του Σαούλ και του Δαβίδ.—Αρ 10:29-32· Κρ 1:16· 1Σα 15:6· 27:10· 30:26, 29.
Ωστόσο, το Μασοριτικό κείμενο, στο εδάφιο Κριτές 4:11, παρουσιάζει τον Οβάβ ως πεθερό του Μωυσή. (Mo, AT, ΜΝΚ, ΒΑΜ, ΦΙΛ) Έτσι λοιπόν, το ίδιο όνομα Οβάβ μπορεί να προσδιορίζει δύο διαφορετικά πρόσωπα, τόσο τον πεθερό όσο και τον κουνιάδο του Μωυσή. Το ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για τον πεθερό του Μωυσή χρησιμοποιούνται περισσότερα από ένα ονόματα.—Παράβαλε Εξ 2:16-22· 3:1.
Από την άλλη πλευρά, αν το όνομα Οβάβ αναφέρεται μόνο στο γιο του Ραγουήλ—δηλαδή μόνο στον κουνιάδο του Μωυσή—τότε ο προσδιορισμός του Οβάβ ως πεθερού του Μωυσή πρέπει να σημαίνει ότι ο Οβάβ θεωρούνταν εκπρόσωπος του πατέρα του, του Ραγουήλ, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση πιθανόν να ήταν πια νεκρός.—Βλέπε ΙΟΘΟΡ· ΚΕΝΑΙΟΣ.