ΙΓΑΛ
(Ιγάλ) [Είθε να Απολυτρώσει (Εξαγοράσει) [ο Θεός]· [Ο Θεός] Έχει Απολυτρώσει (Εξαγοράσει)].
1. Αρχηγός από τη φυλή του Ισσάχαρ τον οποίο έστειλε ο Μωυσής να κατασκοπεύσει τη γη Χαναάν.—Αρ 13:1-3, 7.
2. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Βασιλιά Δαβίδ, γιος του Νάθαν από τη Ζωβά.—2Σα 23:8, 36.
3. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα ο οποίος καταγόταν από τη βασιλική γραμμή του Δαβίδ.—1Χρ 3:1, 22.