ΙΡΑΜ (Ιράμ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «ενήλικο γαϊδούρι»]. Ένας από τους σεΐχηδες ή αρχηγούς του Ησαύ (Εδώμ).—Γε 36:43· 1Χρ 1:54.