ΚΕΡΕΝ-ΑΠΠΟΥΧ
(Κερέν-αππούχ) [πιθανώς, Κέρας της Μαύρης Βαφής (Ματιών) [δηλαδή σκεύος για μακιγιάζ]].
Η τρίτη και μικρότερη από τις κόρες που απέκτησε ο Ιώβ όταν η μεγάλη δοκιμασία και τα παθήματά του τερματίστηκαν και ευλογήθηκε από τον Ιεχωβά. (Ιωβ 42:12-14) Το όνομα πιθανόν να υποδηλώνει ότι η Κερέν-αππούχ είχε όμορφα μάτια ή πιθανόν να αναφέρεται στην εξαιρετική ομορφιά της γενικά, καθώς «δεν βρίσκονταν σε όλο τον τόπο ωραιότερες γυναίκες από τις κόρες του Ιώβ». (Ιωβ 42:15) Από το αντιμόνιο, μια υποκύανη μεταλλική ουσία, παράγεται ένα λαμπερό μαύρο χρώμα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Ανατολής κατά τους Βιβλικούς χρόνους για να βάφουν τις βλεφαρίδες τους, πιθανώς δε και τα φρύδια τους, ή για να τονίζουν το περίγραμμα των βλεφάρων τους, ώστε να δείχνουν τα μάτια τους μεγάλα και λαμπερά.—Βλέπε 2Βα 9:30· Ιερ 4:30.