ΑΠΑΓΩΓΗ
Η αρπαγή, απομάκρυνση και κράτηση ενός ατόμου παρά τη θέλησή του με τη χρήση βίας, απάτης ή εκφοβισμού. Υπό το Μωσαϊκό Νόμο η απαγωγή αποτελούσε έγκλημα που επέσυρε τη θανατική ποινή. Αν κάποιος έκλεβε ή απήγε άνθρωπο και κατόπιν τον πουλούσε, ή αν το θύμα της απαγωγής βρισκόταν στο χέρι του, ο απαγωγέας έπρεπε να θανατωθεί. (Εξ 21:16· Δευ 24:7) Προτού δοθεί αυτός ο νόμος στον Ισραήλ, ο γιος του Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο οποίος πουλήθηκε ως δούλος, υπήρξε θύμα απαγωγής. (Γε 37:27, 28· 40:15) Ο Θεός μετέτρεψε αργότερα αυτή την ενέργεια σε ευλογία για τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και ο Ιωσήφ συγχώρησε τους αδελφούς του για την πονηρή τους πράξη.—Γε 45:4, 5.
Γράφοντας στον Τιμόθεο, ο απόστολος Παύλος παρατήρησε ότι «ο νόμος τίθεται σε ισχύ, όχι για τον δίκαιο», αλλά για τους ανόμους, περιλαμβανομένων και των απαγωγέων.—1Τι 1:8-11.