ΛΕΤΟΥΣΙΜ
(Λετουσίμ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «ακονίζω· χτυπώ με το σφυρί· σφυρηλατώ»].
Όνομα που εμφανίζεται μεταξύ των απογόνων του Αβραάμ και της Χετούρας μέσω του Δαιδάν. (Γε 25:3) Αυτό το όνομα έχει την κατάληξη ιμ του εβραϊκού πληθυντικού, όπως και τα ονόματα Ασσουρίμ και Λεουμμίμ που εμφανίζονται στο ίδιο εδάφιο. Λόγω αυτού του γεγονότος, πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι εννοείται μια φυλή ή ένας λαός. Αν λάβουμε υπόψη τη σχέση της φυλής αυτής με τον Δαιδάν, πιθανόν να ήταν εγκατεστημένη στην Αραβική Χερσόνησο, αλλά ο ακριβής προσδιορισμός της είναι αδύνατος.—Βλέπε ΜΙΣΡΑΪΜ.