ΑΣΒΕΣΤΗΣ
Ουσία—λευκή όταν είναι καθαρή—που παρασκευάζεται από την καύση διαφόρων μορφών ανθρακικού ασβεστίου όπως ο ασβεστόλιθος, τα κελύφη των θαλάσσιων οργανισμών ή τα κόκαλα. (Αμ 2:1) Ο ασβεστόλιθος, που αφθονεί στην ορεινή περιοχή της Παλαιστίνης, μετατρεπόταν σε ασβέστη (οξείδιο του ασβεστίου) με την καύση κομματιών ασβεστόλιθου σε κωνικές ή κυλινδρικές ασβεστοκαμίνους. Στην αρχαιότητα ο ασβέστης (εβρ., σιδ) ήταν κύριο συστατικό του κονιάματος και χρησιμοποιούνταν για το άσπρισμα τοίχων, τάφων, και ούτω καθεξής. (Δευ 27:4· Ιεζ 13:10· Ματ 23:27· Πρ 23:3) Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί επίσης τις καύσεις του ασβέστη μεταφορικά για να συμβολίσει την καταστροφή.—Ησ 33:12· βλέπε ΚΑΜΙΝΙ.