Γυψοκονίασις—Γιατί Είναι μια Φθίνουσα Τέχνη;
ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ του Πόρτλαντ Όρεγκον, μοιάζει σαν μάρμαρο. Στο Εστιατόριο Τρέιντερ Βικ, της πόλεως της Νέας Υόρκης, μοιάζει με μπαμπού. Και στο παλάτι των Βερσαλλιών στη Γαλλία, απεικονίζει ανθρώπινες μορφές, έρωτες και λουλούδια. Τι είναι;
Αυτό το σπουδαίο υλικό είναι το γυψοκονίαμα, που είναι αρχικά μια υδαρής ύλη χωρίς δικό της σχήμα. Και η αρχαία τέχνη σχετικά μ’ αυτό είναι η γυψοκονίασις, η τέχνη της χρήσεως γυψοκονιάματος για την κάλυψι και διακόσμησι τοίχων και οροφών.
Το γυψοκονίαμα, όταν αναμιχθή με νερό, μπορεί να χυθή και να καλουπωθή, να χρωματισθή και να επεξεργασθή, να απλωθή με το μυστρί και να γυαλισθή. Επίσης, όταν τοποθετηθή και σκληρύνη, το γυψοκονίαμα μπορεί να σκαλισθή όπως η πέτρα. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ο Ουίλλιαμ Μίλλαρ έγραψε: «Το γυψοκονίαμα είναι το πιο ισχυρό, επειδή είναι το αρχαιότερο μέσον για την παράδοσι των αριστουργημάτων της τέχνης από γενεά σε γενεά.»
Είναι ωστόσο παράξενο το ότι η χρήσις του γυψοκονιάματος έχει περιορισθή. Ενώ κάποτε κυριαρχούσε παγκοσμίως, σήμερα η καλλιτεχνική γυψοκονίασις δεν χρησιμοποιείται πια σε μεγάλο βαθμό. Τώρα οι γυψοκονιαστές σε πολλές χώρες εργάζονται με περιωρισμένα χρονοδιαγράμματα παραγωγής και τοποθετούν το γυψοκονίαμά τους με μεγάλες αντλητικές μηχανές για να φτιάξουν καθαρές, επίπεδες επιφάνειες τοίχων για τα σύγχρονα οικοδομήματά μας.
Πράγματι, ακόμη και σαν απλό επίχρισμα τοίχου, η δημοτικότης του γυψοκονιάματος έχει εξαφανισθή. Υπολογίζεται ότι, στην δεκαετία του 1920, το 95 τοις εκατό και πλέον των νεοκτισθέντων σπιτιών στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εσωτερικώς επίστρωμα γυψοκονιάματος. Σήμερα, όμως, αυτό το ποσοστό έχει πέσει στο 5 μόλις τοις εκατό.
Γιατί συμβαίνει αυτή η πτώσις; Μια ματιά από κοντά στην αρχαία αυτή τέχνη θα μας δώση την απάντησι.
Μια Δύσκολη Τέχνη
Αυτός ο σύντομος όρος γυψοκονίαμα δεν πρέπει να σας κάνη να νομίζετε ότι το επίχρισμα με κονίαμα είναι μια πρόχειρη ή επιπόλαιη τέχνη. Πρέπει να «δαμάση» και να κυριεύση κανείς ένα «θηριοτροφείο» από μυστριά, κανόνες, καλούπια, λίμες και άλλα εργαλεία για να θεωρήται καλός τεχνίτης. Τα παλιά χρόνια, ο μαθητευόμενος έκανε σύμβασι με κάποιον αρχιτεχνίτη για ένα διάστημα μέχρι επτά χρόνια, και είχε ως αμοιβή στέγη, τροφή, ρουχισμό και άλλα αναγκαία. Καθόλου παράξενο που μερικοί τεχνίτες της γυψοκονιάσεως εγνώριζαν τότε γλυπτική, χύσιμο, προτυποποίησι, πολύπλοκη επεξεργασία και άλλες φάσεις της τέχνης που δεν χρησιμοποιούνται συνήθως σήμερα.
Ακόμη και η σύνθεσις γυψοκονιάματος από πρώτες ύλες ήταν μέσα στις ικανότητες του τεχνίτη. Ακόμη και τις πρώτες μέρες της Αμερικής, επί παραδείγματι, ήταν συνηθισμένο πράγμα να βλέπη κανείς ν’ ανοίγουν καμίνους στις βουνοπλευρές της Πενσυλβανίας, να τις θερμαίνουν και να τις φροντίζουν για το ψήσιμο ασβεστόλιθων και γύψου, βασικών υλικών για ασβεστοκονίαμα και γυψοκονίαμα. Σήμερα η διαδικασία έχει βελτιωθή με μεγάλα εργαστήρια, αλλά τα στάδια παραγωγής παραμένουν τα ίδια.
Η θερμότης της καμίνου διασπά τη χημική σύνθεσι του γύψου. Κατόπιν ο αποτεφρωμένος ή ψημένος γύψος κονιοποιείται και γίνεται μια λεπτή, λευκή σκόνη. Τελικά, ανάλογα με τη λεπτότητα της σκόνης, τον βαθμό της καύσεως και άλλα χαρακτηριστικά, αυτό το κονίαμα μπορεί να χρησιμοποιηθή ως υλικό για το χύσιμο αγαλμάτων και λεπτών έργων τέχνης, ή μπορεί ν’ αναμιχθή με άμμο και άλλα υλικά για άλλα είδη κονιάματος. Ένα από τα πιο γνωστά υλικά είναι το κονίαμα των Παρισίων, ένα εύχρηστο γυψοκονίαμα που χρησιμοποιείται στη διόρθωσι και επισκευή τοίχων.
Ωστόσο, ο ασβεστόλιθος απαιτεί ένα ακόμη βήμα μετά το ψήσιμο και την κονιοποίησι, πριν καταστή κατάλληλος για χρήσι. Προστίθεται προσεκτικά νερό, κατά τη μέθοδο που ονομάζεται ενυδάτωσις ή σβήσιμο. Έπειτα ο ενυδατωμένος ασβεστόλιθος, που τώρα ονομάζεται ασβέστης, είναι έτοιμος ν’ αναμιχθή με άλλα υλικά στον τόπο της εργασίας. Το ασβεστοκονίαμα, στο οποίο προστίθεται λίγος γύψος για να γίνη πιο εύχρηστο, χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα ως το τελικό επίχρισμα σε εσωτερικές επιφάνειες.
Μόνο τον περασμένο αιώνα προσετέθη σ’ αυτά τα δύο βασικά είδη κονιαμάτων και ένα σπουδαίο τρίτο, με την εισαγωγή του τσιμέντου του Πόρτλαντ. Επειδή εμποδίζει κάθε διείσδυσι ύδατος, το τσιμέντο αυτό είναι έξοχο για εξωτερικό επίχρισμα.
Πολλές Χρήσεις στην Ιστορία
Ίσως να μη γνωρίζετε την τιμητική μνεία που κάνουν οι σελίδες της ιστορίας για το γυψοκονίαμα. Πράγματι, το κονίαμα ήταν γνωστό στους αρχαίους Εβραίους και τους Βαβυλώνιους. (Λευιτ. 14:42· Δαν. 5:5) Μερικοί λέγουν ότι οι Έλληνες ήσαν εκείνοι που τελειοποίησαν αυτή την αρχαία τέχνη, τελειώνοντας με τόση επιμέλεια το «σκληρό στοκάρισμά» τους, ώστε οι παρατηρητές μπορούσαν να δουν το είδωλό τους στους τοίχους. Πλάκες με γυψοκονίαμα από Έλληνες χρησιμοποιούντο ακόμη και για τραπέζια και καθρέπτες.
Αλλά όσον αφορά τη διακόσμησι, οι Ιταλοί ήσαν εκείνοι που έφεραν το κονίαμα στο ζενίθ της δόξας του στη διάρκεια της Αναγεννήσεως. Φαντασθήτε ότι κάνετε περιήγησι σ’ ένα παλάτι που οικοδομήθηκε εκείνη την εποχή.
Καθώς προχωρείτε, απολαύστε με τα μάτια σας τη μεγαλειώδη επίδειξι του γυψοκονιάματος. Ραβδώσεις που προεξέχουν—επενδεδυμένες κομψά με φύλλα, κλήματα και άλλα φυτικά είδη από γυψοκονίαμα—διαιρούν την υψηλή οροφή σε ορθογώνια και κυκλικά διαμερίσματα. Το οικοδόμημα είναι γεμάτο από κονίαμα υπό μορφή φατνωμάτων, πινακίδων, ταινιών, κορδελλών, ρόδων και στεφάνων από άνθη. Περνάτε μέσα από τις διάφορες αίθουσες και αυλές και βλέπετε μοτίφ από γυψοκονίαμα, κομψές κορνίζες, χυτά αγάλματα, στοκαρισμένα συντριβάνια και όλα αυτά κάνουν το παλάτι ένα τόπο επιδείξεως της ικανότητος του τεχνίτη.
Πράγματι, οι Ιταλοί αρέσκονταν στο να διακοσμούν τα κτίριά τους. Πρόσεχαν, όμως, να κρατήσουν μυστικά τις θαυμάσιες συνταγές και την τεχνική τους. Αλλά τα μυστικά διαρρέουν! Πιθανώς κανείς δεν ανεκάλυψε μυστικό πιο βασικό και πιο σπουδαίο από το μυστικό που ανεκάλυψε ένας Άγγλος αρχιτέκτων που ταξίδευε στην Ιταλία στη διάρκεια του 1851.
Το Μυστικό της Γυψοκονιάσεως
Ο Άγγλος εντυπωσιάσθηκε από τον θαυμάσιο ασβέστη που χρησιμοποιούσε ένας ηλικιωμένος Ιταλός για να επισκευάση μερικά διακοσμητικά έργα τέχνης στο Κάμπο Σάντο στην Πίζα. Αλλά μόνο με την πειθώ ενός μπουκαλιού με κρασί έπεισε τελικώς τον γέρο τεχνίτη να του φανερώση τη μυστική σύστασι του ασβέστη του.
Ο Ιταλός τον ωδήγησε στα ερείπια ενός παλαιού παλατιού, σ’ ένα σκοτεινό κελλάρι και σε μια σειρά από ξύλινα βαρέλια. Βγάζοντας ένα κλειδί από την τσέπη του, ο γέρος κτύπησε το πρώτο βαρέλι, που έβγαλε ένα κούφιο ήχο ώσπου το κλειδί έφθασε σχεδόν στον πυθμένα. «Εκεί, σινιόρε!» είπε, «Εκεί είναι ο παππούς μου! Κοντεύη να τα τινάξη.» Στο επόμενο βαρέλι, κτύπησε με τον ίδιο τρόπο. «Εκεί, σινιόρε! Εκεί είναι ο πατέρας μου! Απόμεινε μισός!» Το τρίτο βαρέλι ήταν σχεδόν γεμάτο. «Αυτός είμαι εγώ!» είπε με υπερηφάνεια καθώς έκανε μια στροφή με το δάχτυλο στο στήθος του. Και στο τελευταίο βαρέλι, ο γέρο-Ιταλός, δεν μπόρεσε να κρατήση το γέλιο του καθώς το βρήκε πάνω από μισογεμάτο. «Αυτό είναι για τους μικρούς, σινιόρε!»
Έκπληκτος απ’ όλ’ αυτά, ο αρχιτέκτων τον πίεσε να του δώση εξήγησι. Αυτά τα βαρέλια, εξήγησε ο Ιταλός, περιείχαν παλαιό ασβέστη φτιαγμένο από ψημένα κομμάτια άσπρου μάρμαρου αγαλματοποιίας, που είναι το καθαρώτερο είδος ασβεστόπετρας. Αυτός ο ασβέστης ‘έσβηνε’ αργά μέσα στην υγρή ατμόσφαιρα του κελλαριού. Αυτός ήταν ο οικογενειακός θησαυρός—ασβέστης που είχε κληρονομήσει ο άνθρωπος από τους προγόνους του και τώρα θα κληροδοτούσε στους γιους του.
Ο Άγγλος χάρηκε που το έμαθε αυτό γιατί οι τεχνίτες γυψοκονιάματος στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν παλαίωναν τον ασβέστη τους μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά ο Άγγλος εντυπωσιάσθηκε από κάτι πολύ πιο σημαντικό. Για τους Ιταλούς, η τέχνη της γυψοκονιάσεως δεν ήταν απλό επάγγελμα. Ήταν ένας οικογενειακός θησαυρός. Οι καλύτερες συνταγές και η τεχνική είχαν παραδοθή προσεκτικά από πατέρα σε γιο.
Σ’ αυτό το κλίμα άνθησε η τέχνη του κονιάματος. Αλλά τι ήταν αυτό που επέφερε την παρακμή της;
Ο Οικονομικός Παράγων
Πιθανώς κανείς δεν είχε αντιληφθή ως που θα εφθανε η επίδρασις της Βιομηχανικής Επαναστάσεως, που άρχισε στην Αγγλία στη διάρκεια της δεκαετίας του 1600 και τελικά σάρωσε μεγάλο μέρος του κόσμου. Ποιος θα φανταζόταν ότι αγαπημένα οικογενειακά επαγγέλματα, όπως η τέχνη της γυψοκονιάσεως, θα εγκατελείποντο χάριν εργασίας σε παραγωγικά εργοστάσια; Και όμως αυτό συνέβη, διότι τα εργοστάσια προσέφεραν εύκολα χρηματικά κέρδη και απαιτείτο λίγη εκπαίδευσις.
Ύστερα ήλθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Βιομηχανία προσεφέρθη για παραγωγή όπλων και μηχανημάτων, αποδεικνύοντας με δραματικό τρόπο την οικονομία της τυποποιήσεως και της μαζικής παραγωγής. Λόγω της ελλείψεως τεχνιτών, των ανερχομένων μισθών, του πληθωρισμού, της βελτιώσεως των μεθόδων παραγωγής των εργοστασίων και άλλων σχετικών παραγόντων, τα κτίρια άρχισαν να κατασκευάζωνται διαφορετικά. Η τεχνική της κατασκευής έγινε διαδικασία εξοικονομήσεως χρόνου μάλλον παρά καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας. Όλ’ αυτά συνετέλεσαν στην υπερβολική απλοποίησι του σχεδίου. Πάνε οι διακοσμημένες οροφές, οι κορνίζες, τα στολίδια.
Τελείωσε, επίσης, και η γενική εξάρτησις από τους καλλιτέχνες και τους επιδέξιους τεχνίτες. Με τον καιρό, τα υποκατάστατα επιχρίσματα των τοίχων όπως τα φατνώματα και η ξερολιθιά (ριγωτό τεχνητό χαρτόνι φτιαγμένο από γύψο), αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό το γυψοκονίαμα λόγω του χαμηλού τους κόστους και της ευκολώτερης τοποθετήσεως. Αναφερόμενη σε μια δεκαετή περίοδο που τελείωσε το 1969, η εφημερίς Τοίχοι και Οροφές, που ευνοούσε τη βιομηχανία του γυψοκονιάματος εκείνη την εποχή, έγραψε: «Ένας ιδιαίτερος τομέας, τα Λιθένδυτον (Ξερολιθιά), έχει αυξηθή σε χρήσι κατά 1500 φορές [εννοείται τοις εκατό] περισσότερο από το προϊόν μας παρά τα εκατομμύρια δολλάρια που δαπάνησε η βιομηχανία μας για την προώθησί του.»
Γιατί αυτή η δραματική αύξησις; Ο Ρόμπερτ Λ. Χουίτλ, ως συνδιευθυντής της Διεθνούς Τεχνικής Επιτροπής Εργολάβων Τοίχων και Οροφών, απαντά: «Οι υψηλοί μισθοί και η περιωρισμένη χρήσις του κλασικού γυψοκονιάματος, κατέστρεψαν τη βιομηχανία. Το κόστος του γυψοκονιάματος που τοποθετείται με το χέρι, με τους υπερβολικούς μισθούς των δολλαρίων την ημέρα, στο μεγαλύτερο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει μεταβάλει ένα από τα φθηνότερα τελειώματα μιας κατασκευής, σε πολυτέλεια που λίγοι μπορούν να πληρώνουν.»
Εν τούτοις, γίνονται προσπάθειες για να μειωθή το κόστος. Αντί της παραδοσιακής μεθόδου της τοποθετήσεως του γυψοκονιάματος με το χέρι, μεγάλα «πιστόλια» γυψοκονιάματος απλώνουν τώρα το κονίαμα ενώ οι εργάτες ακολουθούν για να το ισιώσουν και να το εξομαλύνουν. Επίσης, έχουν αναπτυχθή ελαφρά κονιάματα και ειδικά ακουστικά κονιάματα. Υπάρχουν, επίσης, και άλλες σημαντικές εξελίξεις. Τα επιχρισματικά γυψοκονιάματα υψηλής πυκνότητος, που απλώνονται πάνω από μια βάσι τύπου ξερολιθιάς, σ’ ένα μόνο στρώμα, παρουσίασαν το 1970 αύξησι κατά 30 τοις εκατό από το προηγούμενο έτος και η χρήσις τους αυξάνει κάθε χρόνο. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό θα σώση την τέχνη της γυψοκονιάσεως.
Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα
Ωστόσο, υπάρχει ένας παράγων που εκπλήσσει μερικούς. Οι μελέτες επιστρωμάτων τοίχων δείχνουν ότι όταν συγκριθή το γυψοκονίαμα με τα υποκατάστατά του ως προς το αρχικό κόστος, τις δαπάνες συντηρήσεως και τη χρησιμοποιήσιμη διάρκεια ζωής του, το κλασικό γυψοκονίαμα αποδεικνύεται συνήθως πιο οικονομικό.
Αν είναι έτσι, γιατί το γυψοκονίαμα δεν χρησιμοποιείται πιο συχνά; Είναι απλό. Τα υποκατάστατα στοιχίζουν αρχικά λιγώτερο. Χρειάζονται λιγώτερο χρόνο για να τοποθετηθούν. Οι κατασκευαστές πολυορόφων οικοδομών διαπιστώνουν επίσης ότι τα νεώτερα, ελαφρότερα υλικά εξοικονομούν στην οικοδομή σίδηρο. Και αυτά τα υλικά επιτρέπουν περισσότερη ευελιξία στους χώρους προς ενοικίασι, διότι οι τοίχοι μπορούν να αλλαχθούν και να τοποθετηθούν διαφορετικά με λιγώτερη φασαρία απ’ όση αν ήσαν από γυψοκονίαμα. Χωρίς αμφιβολία, οι σύγχρονες μέθοδοι προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα.
Αλλά υπάρχουν επίσης και μειονεκτήματα. Πολλοί θρηνούν την έλλειψι ποιότητος και δεξιοτεχνίας στα σύγχρονα κτίρια. Πουθενά αλλού δεν είναι αυτό πιο φανερά απ’ όσο στα δημόσια κτίρια. Οι παλαιότερες κατασκευές, γεμάτες από διακόσμησι με γυψοκονίαμα, αντικαθίστανται από μεγαλύτερα κτίρια που συχνά έχουν λιγώτερη αρχιτεκτονική ελκυστική εμφάνισι.
Προσέξτε το Δικαστικό Μέγαρο της Κομητείας Χάντσον του 1910, στη Νέα Υερσέη (Η.Π.Α.), γεμάτο παντού από ροτόντες και έργα τέχνης. Το 1966 αντικαταστάθηκε από ένα μεγάλο κτίριο για γραφεία, για το οποίο το Περιοδικό Τάιμς της Νέας Υερσέης γράφει: «Το νέο κτίριο στοίχισε 14 εκατομμύρια δολλάρια και το παλαιό κτίσθηκε με 3 εκατομμύρια δολλάρια, πράγμα που λέγει πολλά για την αύξησι του κόστους. Με τα 3 εκατομμύρια δολλάρια, αγοράσθηκαν Ιταλικά πράσινα και γκρι-περλ μάρμαρα [περιλαμβανομένων και διακοσμήσεων από γυψοκονίαμα]· μισόν αιώνα αργότερα, με 14 εκατομμύρια δολλάρια αγοράσθηκαν επιστρώματα σαν χαρτί, πλαστικά και αλουμίνιο που μοιάζει με κασσίτερο.» Θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν πολλά παραδείγματα σαν αυτό.
Μ’ αυτό δεν θέλομε να πούμε ασφαλώς ότι τα σύγχρονα κτίρια—είτε περιέχουν λιθένδυτο (ξερολιθιά), είτε τα τελευταία υλικά κονιάματος ή άλλα επιστρώματα τοίχων—είναι πάντα πιο κατώτερα σε ποιότητα απ’ εκείνα του παρελθόντος. Πολλοί βλέπουν με εύνοια τις νέες αρχιτεκτονικές μορφές, θεωρώντας τις ως βελτιώσεις στην υπερβολική διακόσμησι, τη «φανταχτερή» διακόσμησι των παλαιών μορφών. Και πολλά άτομα ωφελούνται από τις φθηνότερες κατοικίες που προσφέρει η σύγχρονη αρχιτεκτονική.
Αλλά όποια κι αν είναι η άποψίς μας για τις σύγχρονες κατασκευές, μπορούμε να βλέπωμε με εκτίμησι την ποιότητα των κονιαμάτων του παρελθόντος, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν θα επαναληφθή σε μεγάλο βαθμό κάτω από το παρόν οικονομικό σύστημα. Μολονότι είναι μια τέχνη που εξαφανίζεται, η τέχνη της γυψοκονιάσεως παραμένει μια από τις μεγαλύτερες οικοδομικές δεξιοτεχνίες.