ΜΑΤΤΑΘΙΑΣ
(Ματταθίας) [από το εβρ. Ματτιθγιάχ («Ματτιθίας»), που σημαίνει «Δώρο του Ιεχωβά»].
1. Το όνομα που δίνει η Μετάφραση των Εβδομήκοντα στον Κορεΐτη Λευίτη Ματτιθία, τον πρωτότοκο του Σαλλούμ.—1Χρ 9:31· βλέπε ΜΑΤΤΙΘΙΑΣ Αρ. 2.
2. Ο τύπος που χρησιμοποιείται στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα για τον “Ματτιθία”, έναν από τους “γιους του Ιεδουθούν”.—1Χρ 25:3· βλέπε ΜΑΤΤΙΘΙΑΣ Αρ. 1.
3. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα ο οποίος αποκαλείται “γιος του Αμώς” στη γενεαλογία του Ιησού από τη συγγένεια της μητέρας του.—Λου 3:23, 25.
4. Κάποιος άλλος άντρας από τη φυλή του Ιούδα, αποκαλούμενος “γιος του Σεμεείν”, ο οποίος έζησε μετά τις ημέρες του Ζοροβάβελ και αναφέρεται στη γενεαλογία του Ιησού όπως την κατέγραψε ο Λουκάς.—Λου 3:23, 26, 27.