ΜΕΕΤΑΒΕΗΛ
(Μεεταβεήλ) [πιθανότατα, Ο Θεός Κάνει το Καλό].
1. Κόρη της Ματρέδ και σύζυγος του Εδωμίτη Βασιλιά Αδάρ (Αδάδ).—Γε 36:31, 39· 1Χρ 1:50.
2. Πρόγονος (πιθανώς ο παππούς) του Σεμαΐα τον οποίο μίσθωσαν ο Τωβίας και ο Σαναβαλλάτ για να προσπαθήσει να κάνει τον Νεεμία να αμαρτήσει από φόβο.—Νε 6:10-14.