ΜΑΤΡΕΔ
(Ματρέδ) [από μια ρίζα που σημαίνει «διώχνω»].
Μητέρα της Μεεταβεήλ, της συζύγου του Εδωμίτη Βασιλιά Αδάρ (Αδάδ). (Γε 36:31, 39· 1Χρ 1:50) Στο εδάφιο Γένεση 36:39 η συριακή Πεσίτα και η Μετάφραση των Εβδομήκοντα παρουσιάζουν το άτομο αυτό ως γιο του Μεζαάβ, αλλά σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο, η Ματρέδ ήταν κόρη του Μεζαάβ.