ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑΣ
[εβρ., χόλεδ].
Τρωκτικό μήκους 15 ως 30 εκ. Ο τυφλοπόντικας, ή αλλιώς ασπαλακόμυς (Spalax ehrenbergi), έχει κυλινδροειδές σώμα με κοντά πόδια, χωρίς ουρά και λαιμό, και μαλακό, πυκνό τρίχωμα που συνήθως έχει κιτρινωπό γκριζοκάστανο χρώμα. Το κεφάλι ξεχωρίζει από το άτριχο ρύγχος του και από δύο ζευγάρια μεγάλα δόντια που προεξέχουν. Υπό το Νόμο, ο τυφλοπόντικας ήταν ακάθαρτος για τροφή.—Λευ 11:29.
Μολονότι πολλές μεταφράσεις αποδίδουν τη λέξη χόλεδ ως «νυφίτσα» (AS, KJ, RS, ΚΛΘ), η προτίμηση για την απόδοση «τυφλοπόντικας» είναι βάσιμη. Στην αραβική, μια γλώσσα συγγενική με την εβραϊκή, η πολύ όμοια λέξη χουλντ σημαίνει «τυφλοπόντικας». Επίσης, η λέξη χόλεδ ίσως σχετίζεται με έναν όρο της μεταβιβλικής εβραϊκής γλώσσας ο οποίος σημαίνει «σκάβω» ή «ανοίγω λάκκο». Αυτό ταιριάζει με τη χαρακτηριστική συνήθεια που έχει ο τυφλοπόντικας να σκάβει.
Οι τυφλοπόντικες ζουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους όπου σκάβουν στοές, στις οποίες κοιμούνται, και μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους. Αυτά τα πλάσματα τρέφονται με φυτική ύλη, κυρίως ρίζες και βολβούς. Ως προς αυτό διαφέρουν από τους ασπάλακες, οι οποίοι τρέφονται με έντομα και γεωσκώληκες και πιστεύεται ότι δεν ζουν στην Παλαιστίνη.