ΚΟΥΝΟΥΠΙ
[εβρ. κείμενο, κέρετς· ελλ. κείμενο, κώνωψ].
Οποιοδήποτε από τη μεγάλη ποικιλία δίπτερων εντόμων που έχουν στρογγυλό κεφάλι και μακριά, λεπτά πόδια με πέντε αρθρώσεις. Τα θηλυκά κουνούπια διαθέτουν μια δυνατή προβοσκίδα με την οποία διατρυπούν το δέρμα ανθρώπων και ζώων και ρουφούν το αίμα τους. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «κουνούπι» (ΜΝΚ) εμφανίζεται ως ουσιαστικό μόνο στο εδάφιο Ιερεμίας 46:20, όπου χρησιμοποιείται ως σύμβολο των Βαβυλωνίων υπό τον Ναβουχοδονόσορα, του εχθρού από το βορρά ο οποίος θα ερχόταν εναντίον της Αιγύπτου, της “ωραίας δαμαλίδας”.
Η μόνη άλλη αναφορά των Γραφών στο κουνούπι εμπεριέχεται στην κατάκριση που απηύθυνε ο Ιησούς στους γραμματείς και στους Φαρισαίους λέγοντάς τους ότι διύλιζαν το κουνούπι αλλά κατάπιναν την καμήλα. Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες ήταν σχολαστικοί στα μικρά πράγματα και διηθούσαν ό,τι έπιναν για να μη γίνουν τελετουργικά ακάθαρτοι καταπίνοντας κάποιο κουνούπι. (Λευ 11:21-24) Ωστόσο, αδιαφορώντας για τα πιο βαρυσήμαντα ζητήματα του Νόμου ήταν σαν να κατάπιναν καμήλα, ζώο που ήταν επίσης τελετουργικά ακάθαρτο.—Λευ 11:4· Ματ 23:23, 24.