ΝΟΒΑ
(Νοβά).
1. [από μια ρίζα που σημαίνει «γαβγίζω»]. Ισραηλίτης, κατά πάσα πιθανότητα από τη φυλή του Μανασσή, ο οποίος κατέλαβε την Κενάθ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της. Κατόπιν έδωσε στην πόλη το όνομά του.—Αρ 32:42.
2. Πόλη στα Α του Ιορδάνη την οποία κατέλαβε ο Νοβά. (Αρ 32:39, 42) Προφανώς το όνομα Νοβά δεν επικράτησε, διότι μεταγενέστερα η πόλη καλούνταν με το αρχικό της όνομα Κενάθ. (1Χρ 2:23) Τα ερείπια στο Καναουάτ, περίπου 90 χλμ. ΝΝΑ της Δαμασκού, ταυτίζονται συνήθως με την αρχαία τοποθεσία.
3. Τοποθεσία που βρισκόταν στα Α του Ιορδάνη, κοντά στην Ιωγβεά, στην περιοχή του Γαδ. (Αρ 32:34, 35· Κρ 8:11) Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή σήμερα.