ΓΟΘΝΙ
(Γοθνί) [συντετμημένη μορφή του Γοθονιήλ].
Γιος του Σεμαΐα και εγγονός του Κορεΐτη Ωβήδ-εδώμ. Ο Γοθνί είχε διοριστεί να υπηρετεί ως Λευίτης πυλωρός ενώπιον του αγιαστηρίου. Ο ίδιος και οι αδελφοί του ήταν «άρχοντες του οίκου του πατέρα τους, . . . ικανοί, κραταιοί άντρες».—1Χρ 26:1, 4, 6-8, 15.