ΦΑΣΕΑ
(Φασεά) [Κουτσός].
1. Απόγονος του Ιούδα από τη γραμμή του “Χελούβ, του αδελφού του Σουχά”.—1Χρ 4:1, 11, 12.
2. Προπάτορας μιας οικογένειας Νεθινίμ, ορισμένοι από τους οποίους επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 2:1, 2, 43, 49· Νε 7:51.
3. Πατέρας κάποιου Ιεχωδαέ ο οποίος βοήθησε στην επισκευή της Πύλης της Παλιάς Πόλης στο τείχος της Ιερουσαλήμ (455 Π.Κ.Χ.).—Νε 3:6.