ΠΟΥΡ
Μη εβραϊκή λέξη η οποία εμφανίζεται στα εδάφια Εσθήρ 3:7 και 9:24, 26 και σημαίνει «κλήρος» (εβρ., γκωράλ· βλέπε ΚΛΗΡΟΣ). Αυτός είναι ο ενικός αριθμός της λέξης, ενώ ο πληθυντικός είναι «Πουρίμ». (Εσθ 9:26, 28-32) Η λέξη «πουρ» συνδέεται με την ακκαδική λέξη πουρού, που σημαίνει «κλήρος». Από αυτήν πήρε το όνομά της η Ιουδαϊκή γιορτή Πουρίμ.—Βλέπε ΠΟΥΡΙΜ.