ΡΕΒΕΚΚΑ
(Ρεβέκκα) [πιθανώς, Αγελάδα].
Κόρη του Βαθουήλ, γιου του Ναχώρ, και κατά συνέπεια κόρη του ανιψιού του Αβραάμ. Ο αδελφός της ονομαζόταν Λάβαν.—Γε 22:20-23.
Το 1878 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ έστειλε το διαχειριστή του σπιτικού του, πιθανώς τον Ελιέζερ, να βρει μια κατάλληλη σύζυγο για το γιο του τον Ισαάκ (ο οποίος ήταν τώρα 40 χρονών), εκείνος έφτασε στην «πόλη του Ναχώρ», στην άνω πεδιάδα της Μεσοποταμίας. Εκεί, κοντά σε ένα πηγάδι, αυτός ο υπηρέτης προσευχήθηκε να είναι η επιλογή του Ιεχωβά η κοπέλα εκείνη που, όχι μόνο θα έδινε στον ίδιο να πιει νερό όταν θα της το ζητούσε, αλλά θα προσφερόταν να ποτίσει και τις δέκα καμήλες του. (Γε 24:1-14) Ενώ αυτός προσευχόταν, ήρθε στο πηγάδι η Ρεβέκκα με μια στάμνα. Όταν της ζήτησε μια γουλιά νερό, αυτή του έδωσε ευγενικά να πιει και κατόπιν «άδειασε . . . γρήγορα τη στάμνα της μέσα στην ποτίστρα και έτρεξε επανειλημμένα στο πηγάδι να βγάλει νερό· και έβγαζε για όλες τις καμήλες του. Όλο αυτό το διάστημα ο άνθρωπος την κοίταζε έκπληκτος, μένοντας σιωπηλός για να καταλάβει αν ο Ιεχωβά είχε κάνει το ταξίδι του να πετύχει ή όχι». Η Ρεβέκκα αποδείχτηκε ευγενική, φιλόξενη, σεμνή στη συμπεριφορά της και εργατική. Εκτός από αυτό, «η κοπέλα είχε πολύ ελκυστική εμφάνιση».—Γε 24:14-21.
Ο υπηρέτης του Αβραάμ, καταλαβαίνοντας ότι η προσευχή του είχε απαντηθεί, δώρισε στη Ρεβέκκα έναν χρυσό κρίκο για τη μύτη και δύο όμορφα χρυσά βραχιόλια (αξίας περ. $1.350 με σημερινές τιμές). Εκείνη τα έδειξε στους δικούς της—στη μητέρα της και στον αδελφό της τον Λάβαν—οι οποίοι κατόπιν πήραν στο σπίτι τους τον επισκέπτη και τους υπηρέτες που τον συνόδευαν για να τους φιλοξενήσουν. (Γε 24:22-32) Αλλά προτού ο υπηρέτης φάει, διευκρίνισε για ποια υπόθεση βρισκόταν εκεί. Ο Λάβαν και ο πατέρας του ο Βαθουήλ έδωσαν τη συγκατάθεσή τους να παντρευτεί η Ρεβέκκα τον Ισαάκ. Δόθηκαν πολύτιμα χρυσά και ασημένια αντικείμενα, καθώς και λαμπρά ενδύματα, ως δώρα στη Ρεβέκκα και στην οικογένειά της, και μετά έφαγαν όλοι μαζί. (Γε 24:33-54) Αυτή η συναλλαγή αποτελούσε ένα αξιοσέβαστο γαμήλιο συμβόλαιο, όχι ανάμεσα στη Ρεβέκκα και στον Ισαάκ, αλλά ανάμεσα στους γονείς τους, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρεβέκκα μνηστεύτηκε τον Ισαάκ και από τότε έγινε ουσιαστικά σύζυγός του.
Με τη συγκατάθεση της Ρεβέκκας, το καραβάνι ξεκίνησε το επόμενο πρωί για το μακρύ ταξίδι ως τη Νεγκέμπ, κοντά στη Βηρ-λαχαΐ-ροΐ, όπου ζούσε τότε ο Ισαάκ. Προτού φύγει η Ρεβέκκα, η οικογένειά της την ευλόγησε, λέγοντας: «Είθε να γίνεις χιλιάδες φορές δέκα χιλιάδες και είθε το σπέρμα σου να πάρει στην κατοχή του την πύλη εκείνων που το μισούν». Η παραμάνα της η Δεββώρα καθώς και άλλες υπηρέτριες πήγαν μαζί με τη Ρεβέκκα, και καμιά από αυτές, όπως φαίνεται, δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα της.—Γε 24:55-62· 35:8.
Φτάνοντας στον προορισμό τους, η Ρεβέκκα φόρεσε μια μαντίλα στο κεφάλι της όταν την πλησίασε ο γαμπρός, ο Ισαάκ, και αφού ο υπηρέτης του Αβραάμ εξιστόρησε όλα όσα είχαν διαδραματιστεί κατά την αποστολή του—αφηγούμενος το πώς ο Ιεχωβά είχε κατευθύνει την επιλογή—ο Ισαάκ έφερε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του για να γίνει σύζυγός του. Ο Ισαάκ αγάπησε πολύ τη Ρεβέκκα, και σε αυτήν «βρήκε παρηγοριά . . . αφού έχασε τη μητέρα του» τη Σάρρα, η οποία είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα.—Γε 24:63-67.
Όπως η Σάρρα, έτσι και η Ρεβέκκα παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στείρα. Αφού πέρασαν περίπου 19 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Ισαάκ έκανε επίμονα ικεσίες στον Ιεχωβά για αυτό το θέμα, η Ρεβέκκα συνέλαβε και γέννησε τους δίδυμους Ησαύ και Ιακώβ. Κατά την εγκυμοσύνη της υπέφερε τόσο πολύ, καθώς τα δύο βρέφη πάλευαν μέσα στη μήτρα της, ώστε αναρωτήθηκε: «Γιατί να είμαι ζωντανή;» Απαντώντας, ο Ιεχωβά τη διαβεβαίωσε ότι θα γινόταν μητέρα δύο μεγάλων εθνών και ότι “ο μεγαλύτερος θα υπηρετούσε τον νεότερο”. (Γε 25:20-26) Αυτό, λέει ο Παύλος, είχε σκοπό να καταδείξει ότι η εκλογή του “σπέρματος της υπόσχεσης” εξαρτόταν εξ ολοκλήρου από τον Θεό.—Ρω 9:6-13.
Επίσης όπως η Σάρρα, και η Ρεβέκκα συγκάλυψε σε κάποια περίπτωση την ταυτότητά της, παρουσιαζόμενη ως αδελφή του συζύγου της. Αυτό συνέβη όταν μια πείνα που έγινε σε εκείνον τον τόπο ανάγκασε την οικογένειά της να κατοικήσει για κάποιο διάστημα σε περιοχή Φιλισταίων στην οποία κυβερνούσε ο Βασιλιάς Αβιμέλεχ. Η Ρεβέκκα πρέπει να ήταν αρκετά προχωρημένη στα χρόνια. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης της ομορφιάς, ο Ισαάκ, ο προσδιορισμένος κληρονόμος της Αβραμιαίας διαθήκης, υπέθεσε ότι κινδύνευε να θανατωθεί αν γινόταν γνωστό ότι ήταν ο σύζυγός της.—Γε 26:1-11.
Όταν ο Ισαάκ είχε γεράσει και ετοιμαζόταν να ευλογήσει τον Ησαύ τον πρωτότοκό του, η Ρεβέκκα πήρε άμεσα μέτρα για να εξασφαλίσει την ποθούμενη ευλογία για τον Ιακώβ. (Γε 25:28-34· 27:1-5) Το κατά πόσον η Ρεβέκκα γνώριζε ότι ο Ιακώβ είχε αποκτήσει νόμιμα το δικαίωμα των πρωτοτοκίων αγοράζοντάς τα δεν γίνεται γνωστό, αλλά ήξερε πολύ καλά αυτό που της είχε πει ο Ιεχωβά, δηλαδή ότι ο μεγαλύτερος θα υπηρετούσε τον νεότερο. Έτσι λοιπόν, ανέλαβε δράση φροντίζοντας να εξασφαλίσει ο Ιακώβ την ευλογία του πατέρα του. Το αποτέλεσμα ήταν σε αρμονία με το σκοπό του Ιεχωβά.—Γε 27:6-29· βλέπε ΙΑΚΩΒ Αρ. 1.
Αργότερα, όταν η Ρεβέκκα πληροφορήθηκε τα σχέδια που κατέστρωνε ο Ησαύ για να σκοτώσει τον Ιακώβ, επηρέασε τον Ισαάκ να στείλει τον Ιακώβ στην πατρίδα της για να βρει σύζυγο. Το γεγονός ότι ο Ησαύ είχε πάρει δύο συζύγους ανάμεσα από τους μισητούς Χαναναίους είχε λυπήσει πάρα πολύ τόσο την ίδια όσο και τον Ισαάκ.—Γε 26:34, 35· 27:41-46· 28:1-5· 29:10-12.
Το πότε ακριβώς πέθανε η Ρεβέκκα δεν γίνεται γνωστό, αλλά αυτό μπορεί να συνέβη προτού επιστρέψει ο Ιακώβ στην πατρίδα του από τη Μεσοποταμία. (Γε 35:27) Θάφτηκε στην οικογενειακή σπηλιά Μαχπελάχ μαζί με τον Αβραάμ και τη Σάρρα, εκεί που τοποθετήθηκαν αργότερα ο Ισαάκ, η Λεία και ο Ιακώβ.—Γε 49:29-31· 50:13.