ΡΟΥΜΠΙΝΙ
Πολύτιμο, διαφανές πετράδι με έντονο κόκκινο χρώμα, ποικιλία του κορουνδίου. Αποτελείται από οξείδιο του αργιλίου με μικροσκοπικά ίχνη χρωμίου και οξειδίου του σιδήρου τα οποία του προσδίδουν το κόκκινο χρώμα. Είναι πολύ σπάνιο, ελαφρώς κατώτερο από το διαμάντι σε σκληρότητα, όταν δε η ποιότητά του είναι εξαιρετική και έχει μεγάλο μέγεθος, μπορεί να ξεπερνάει σε αξία ένα ισομέγεθες διαμάντι. Τα χρώματά του κυμαίνονται από το ρόδινο ως το περιζήτητο κερασέρυθρο. Η λέξη «ρουμπίνι», όπως χρησιμοποιείται στη Μετάφραση Νέου Κόσμου, αποτελεί απόδοση δύο εβραϊκών λέξεων (’όδεμ· καδκόδ) που υποδηλώνουν προφανώς και οι δύο ένα λαμπερό κόκκινο ή κατακόκκινο χρώμα.
Η πρώτη πέτρα στην πρώτη σειρά διακοσμητικών λίθων στο «περιστήθιο της κρίσης» του Αρχιερέα Ααρών ήταν ένα ρουμπίνι που είχε σκαλισμένο πάνω του το όνομα μιας από τις 12 φυλές του Ισραήλ. (Εξ 28:2, 15, 17, 21· 39:10) Το «περικάλυμμα» του βασιλιά της Τύρου αποτελούνταν από ρουμπίνι και άλλες πολύτιμες πέτρες. (Ιεζ 28:12, 13) Ο Εδώμ ήταν ο «έμπορος» που έφερνε στην Τύρο πολύτιμα ρουμπίνια. Η εμπορευόμενη Τύρος αντάλλασσε πρόθυμα τα αποθέματά της με αυτά και με άλλα αγαθά. (Ιεζ 27:2, 16) Όταν ο Ιεχωβά, ο συζυγικός Ιδιοκτήτης της Σιών, την παρηγόρησε και περιέγραψε την ανατέλλουσα ωραιότητά της, είπε μεταξύ άλλων: «Θα φτιάξω τις επάλξεις σου από ρουμπίνια και τις πύλες σου από πυρόχρωμες πέτρες».—Ησ 54:5, 6, 11, 12.